Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013


Στὴν ὕλη εἰσχώρησα οὐρλιάζοντας

Δυὸ θάλασσες μὲ κυνηγοῦν: ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος
δυὸ ρεύματα π᾿ ἀνάθεματα στὴν καρδιὰ μου...
Ψάχνω γιὰ νὰ βρῶ μέσ᾿ στὸ σκυλοπιωμένο κεφάλι μου
δεύτερη κτητικὰ ἀντωνυμία
δὲ βρίσκω - νοημοσύνη. Δὲ μαρμάρωσα τίποτα
Νὰ παίζουμε τοὺς ἀνέμους
νὰ παίζουμε γλυκὰ τοὺς κολασμένους
Τί βρέφος ἠδυνόμενο τὸ ποίημα
κι ὁ φουκαριάρης ὁ Ἰησοῦς
μ᾿ ἕνα πορτοκαλένιο σωβρακάκι
κρεμιέται κάθε χρόνο στὰ ἔαρα
Ἡ τέχνη μας ἡ φριχτότερη τοῦ ἐγὼ μεταμφίεση.

Νίκος Καρούζος

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Χριστούγεννα 1948
Μίλτου Σαχτούρη


Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013


ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ [αντί ευχών]
Paul Eluard


Να κοιμάσαι
με τον ήλιο στο ένα μάτι και με το φεγγάρι στο άλλο
μ’ έναν έρωτα στο στόμα κι ένα ωραίο πουλί μέσ’ στα
μαλλιά
στολισμένη σαν τους κάμπους, σαν τα δάση, σαν τη θάλασσα
στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου.

Να φεύγεις και να χάνεσαι
μέσ’ απ’ τους κλώνους των καπνών και τους καρπούς του
ανέμου
πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμου
γερά πιασμένη από του ποταμού τους μυώνες

και μιαν έγνοια, τη στερνή, στην καινούρια σου όψη επάνω.



μτφρ. Οδυσσέας Ελύτης
(1911-1996)

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Λαική γειτονιά

Το αίμα ανέβηκε στους τοίχους όπως η υγρασία.
Απλώθηκε στα εικονίσματα
που δεν υπάρχουν
οφθαλμός ψυχής δεν υπάρχει.
Πιτσίλισε και έσβησε το καντήλι
που δεν υπάρχει
λύπη ζωής δεν υπάρχει.
Απλώθηκε και έβαψε μαιάνδρους.
Το παρελθόν δεν υπάρχει.
Τις απαράκλητες νύχτες που ξεκουράζεται ο αυχένας
το αίμα έσταζε από την οροφή στο στήθος της μητέρας.
Πικρές μνήμες της ξένης κατοχής
Ζωντανές εφιάλτες του εμφυλίου σπαραγμού.
Ο θυμός σαν φλόγα έκαμε αποικία.
Πυκτεύει ο χθόνιος δαίμων με σημαίες λοστούς και μαχαίρια.
Ορατός ο λοιμός
Τα συσσίτια μοιράζονται φανερά
Οι φόνοι εκτελούνται στα σκοτεινά.

Του Γιώργου Στενού (Δημοσιευμένο στην Αυγή, 24 Νοεμβρίου, στη στήλη Ποιήματα που τώρα γράφονται)

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Paul Verlaine

Birds In The Night [first part]


You were not over-patient with me, dear;
This want of patience one must rightly rate:
You are so young! Youth ever was severe
And variable and inconsiderate!

You had not all the needful kindness, no;
Nor should one be amazed, unhappily:
You're very young, cold sister mine, and so
'Tis natural you should unfeeling be!

Behold me therefore ready to forgive;
Not gay, of course! but doing what I can
To bear up bravely,-deeply though I grieve
To be, through you, the most unhappy man.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Κρατάμε μες στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά.

Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περικοκλάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας
Μέσα στ' αστέρια.

Ανδρέας Εμπειρίκος 

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

[Επιστροφή !!]


ἡ νύχτα μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους;
ἢ αὐτοὶ οἱ δρόμοι μὲ ὁδήγησαν στὴ νύχτα;

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013


Ἀναστολή

Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,
μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,
γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,
ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, από την συλλογή 'Ξένα Γόνατα'

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

η τέχνη του collage:

το έργο της Katrien de Blauwer

ένα δείγμα και το site με τη δουλειά της (http://www.katriendeblauwer.com/)

Ρίχνω  την καρδιά μου στο πηγάδι (1965)

στίχοι Ιάκωβου Καμπανέλλη 
μουσική Μ. Χατζηδάκι


Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
να γενεί νερό να ξεδιψάσεις

Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι
να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις

Στη φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου
τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις

Στον αγέρα ρίχνω την καρδιά μου
να γενεί δροσούλα ν’ ανασάνεις

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ένα ντοκιμαντέρ για τη συγκλονιστική υπόθεση ποινικοποίησης του HIV στην Ελλάδα. Η εξιστόρηση της δίωξης των οροθετικών γυναικών, οι οποίες προσήχθησαν από την Ελληνική Αστυνομία, υπέστησαν εξαναγκαστικούς ελέγχους για ΗΙV, προφυλακίστηκαν για κακούργημα, και τελικά διαπομπεύτηκαν, όταν οι φωτογραφίες και τα προσωπικά τους δεδομένα δημοσιοποιήθηκαν στα ΜΜΕ, λίγες μέρες πριν τις εθνικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012.

http://ruins-documentary.com/
Αν όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο, ετούτο το δωμάτιο, που γέμισε χαρτιά κουβαριασμένα, ειν’ ένα τσαλακωμένο δάσος κι η γάτα που πλανιέται μέσα του, ερεθισμένη απ’ τους τριγμούς του, είναι μια τίγρη σ’ αναζήτηση θηράματος
Όσο για τα ποιήματα, μες στα κουβάρια των χαρτιών, είναι πουλιά που πέθαναν πριν μάθουν να πετάνε.

Αργύρη Χιόνη,

Από τη συλλογή «Εσωτικά τοπία», εκδόσεις Νεφέλη.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Η γλώσσα που απομονώνει


Η γλώσσα που απομονώνει

Μία ξένη γλώσσα μιλάει όλη η γενιά μου. Τη μάθαμε μέχρι το κόκαλο, σαν σχολιαρούδια επιστρέψαμε στο αλφάβητο και στη γραμματική. Δεν μιλούμε τη δική μας γλώσσα. Εκείνη δεν ανοίγει καμία πόρτα, δεν την καταλαβαίνει κανείς, this all sounds Greek to all. Από τα blues του αποχωρισμού προχωρήσαμε μπροστά και πίσω, ζήσαμε εποχές που κάποτε μας ξένιζαν, σκλήρυνε ο πυρήνας.

Ξέχασα τους κανόνες του δημοτικού, σχεδόν αποποιήθηκα την παιδική μου ηλικία.

Η ξένη γλώσσα με στερέωσε στις σπουδές και στη δουλειά. Η ξένη γλώσσα με ανέπτυξε επίσης κοινωνικά και έμαθα να αξιοποιώ τις δεξιότητές μου μέσω ενός προφίλ πιο ξενικού, πιο φορμαλιτέ, ή λιγότερο αυθόρμητου για να το θέσω αλλιώς. Και έτσι κατά κάποιο τρόπο η γλώσσα μου που μιλούσα στο σπίτι, ενοχοποιήθηκε. Κι αυτό που βία πρέπει να εγγραφεί στο ενδοψυχικό είναι μια άλλη γλώσσα συνδεδεμένη με τον ιδανικό εαυτό, το πτυχίο, το μάστερ, τον μάνατζερ, τον καθηγητή. Και καμιά φορά όταν μας ακούω σε αυτήν τη γλώσσα, είναι σαν να δίνουμε παράσταση, σαν να προσπαθούμε να πείσουμε τον άλλο μας εαυτό ότι τα μάθαμε καλά.

Κι ύστερα όταν θα είμαι σπίτι, θα σκέφτομαι καμιά φορά ενοχικά, όπως όταν σπάνια καπνίζω ένα τσιγάρο στο μπάνιο, στη δική μου τη γλώσσα, τις χαζομάρες που με κάνουν να γελάω, τους φίλους που μου λείπουν.
Λιγοστά στα φανερά, θα κάνω παρέα με τα πατριωτάκια και τις νοσταλγίες μας, θα γράφω στα Ελληνικά, θα περιθωριοποιούμαι απ’ τα διεθνή δρώμενα και μαγνητικά θα τραβιέμαι προς την απομόνωση. Την απομόνωση της γλώσσας μου…

Εκείνο όμως που μονώνει αυτή η γλώσσα δεν κρύβεται μέσα στα αλφάβητα και στα σήματα του λόγου, αλλά στα συναισθήματα που λείπουν απ’ την ιστορία. Αυτό που με πειράζει, δεν είναι ότι αλλάζω γλώσσα, αλλά ότι μιλώντας την άλλη γλώσσα, μου λείπει η δική μου. Κι έτσι η ξένη γλώσσα μέσα μου δεν έχει κεραμίδι, και οι λέξεις της έχουν μουχλιάσει πριν ακόμα βραχούν.

Αντιστέκομαι λοιπόν στην ξένη τοπολογία. Γιατί είναι αντιστασιακή η ελληνική μου φύση, αντιστέκεται σε ό,τι έχει να κάνει με συστηματική ομοιομορφία. Έτσι αγαπήθηκε αυτή η ρομαντική αναρχία μέσα μου, έγινε το αίσθημα της απόλαυσης και έχασε το κύρος μίας εύγεστης και υποσχόμενης γλώσσας. Έγινε απλά το κτήμα μου, που κινδυνεύει να καταπατηθεί απ’ την ξενοκρατία.

Το θέμα όμως είναι κάποτε να καταλάβω ότι αντίσταση δεν σημαίνει ότι αγαπώ τη γλώσσα μου αποκλειστικά. Μπορεί και να σημαίνει ότι θέλω να τη φωνάξω για να μην την ακούσω, να την ουρλιάξω για να μη δω τις ελλείψεις της. Και αυτό που νομίζω χρειάζεται να κάνω είναι να ακούσω τη γλώσσα μου όπως είναι, πονεμένη, να την καταλάβω και να την ξαναμάθω απ’ την αρχή της. Και όταν πια αρχίσω να αντέχω τις πληγές της στο σώμα μου, τότε να της μιλήσω σε όποια γλώσσα θέλω. Να την αρθρώνω, χωρίς να φοβάμαι μην την ξεχάσω. Να μην τίθεται θέμα ταυτότητας γλώσσας. Μα η ταυτότητα να έχει εν-τυπωθεί μέσα μου ως σιωπηλή κι αδιαπραγμάτευτη συνθήκη.

Και να ‘ναι και η ξένη και η δική μου γλώσσα μία.

Γιατί ‘ναι όμορφη η γλώσσα πέρα απ’ τη γλώσσα, είναι σαν να μαθαίνεις να κουβαλάς το κεραμίδι σου, στ’ αλήθεια.

(στο Protagon, στην στήλη των Αναγνωστών)

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Γιώργου Μακρή

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευθήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ' όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο
και δεν είμαστε τίποτα απ' αυτόν τον κόσμο
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.


[αυτό είναι ένα πραγματικά υπέροχο ποίημα]

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Νίκος Καζαντζάκης (από τον Καπετάν Μιχάλη)


Δεν ήταν νησί
ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα
Ήταν η γοργόνα
η αδερφή του ΜέγαΑλέξανδρου
που θρηνούσε
και φουρτούνιαζε το πέλαγο

Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα λευτερωθεί κι εμένα η καρδιά μου
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα γελάσω


http://www.youtube.com/watch?v=rPtR96rIQ0s  (μελοποιηση Μ.Χατζηδάκι)

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

William Burroughs - Η γάτα μέσα μας 

(μτφρ. Αργυρώ Πιπίνη και Κική Προδρομίδου)



Γουργουρίζοντας στον ύπνο του ο Φλετς 
τεντώνει τις μαύρες του
πατουσίτσες για ν' αγγίξει τα χέρια μου , με 
τα νύχια του κρυμμένα , 
απλώς ένα απαλό άγγιγμα για
 να βεβαιωθεί οτι είμαι δίπλα του όσο
εκείνος κοιμάται . Θα πρέπει να με βλέπει στο όνειρό του . 
Λένε οτι οι
γάτες δεν βλέπουν χρώματα : Μόνο ασπρόμαυρες εικόνες 
με πολύ 
κόκκο ένα φθαρμένο ασημένιο φιλμ 
που τρεμοπαίζει καθώς φεύγω 
από το δωμάτιο , επιστρέφω , βγαίνω έξω , 
τον παίρνω στην αγκαλιά 
μου , τον αφήνω κάτω . Ποιος 
θα μπορούσε να κάνει κακό σ΄ ένα τέτοιο 
πλάσμα ; Άκου εκπαίδευσε το σκύλο του να σκοτώνει! 
Το μίσος προς
τις γάτες φανερώνει ένα κακό , ηλίθιο , άξεστο ,
φανατισμένο πνεύμα .
Δεν μπορώ να δεχτώ κανένα συμβιβασμό 
με αυτό το Κακό Πνεύμα . 

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ἐρωτικὸ γράμμα

Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο ἀπόψε τὸ Αἰγαῖο.
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.
Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση. Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου. Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.
Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.
Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό. Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο. Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.

ΚΟΛΙΑΣ

* Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Νίκος Καββαδίας ἐρωτεύτηκε μία κοπέλα, τὴ Θεανὼ Σουνᾶ.
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔστειλε ὁ ποιητὴς στὴν κοπέλα.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου `λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που `χε πιει
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ’ Άντεν μου `λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη

Νίκος Καββαδίας, 1979

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Poems from the Japanese

I wish I were close 
To you as the wet skirt of
A salt girl to her body.
I think of you always.

                                     Akahito

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Μόνο Λευτέρης Πούλιος!

[Ω εσύ με τα μάτια της τρέλας]


Ω εσύ με τα μάτια της τρέλας
με το αιδοίο σου της άμβλωσης
με το χαμόγελό σου σαν καμτσικιές
ξεσπάς μισείς τον ουρανό, εκστατική
στέκεσαι μπροστά στη μέρα που σουρουπώνει
δαγκωμένη σαν μήλο, μαγνητική, γεμάτη
από φωτιά και θλίψη την ώρα τούτη
των κλαριών που μαδούν
μοναδική κληρονόμος του λεηλατημένου
καλοκαιριού.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Ο άγγελος κρατά θερμή
τη μεταφυσική
διατρίβοντας σε ξερές πληγές.

Από τις Συλλαβές για τον Άνεμο, του Λευτέρη Πούλιου

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Ο γέρος μου φοβόταν το τηλέφωνο, ποτέ δεν το συνήθισε, ποτέ δεν τ' άφησε να μπει μες στη ζωή του. Είκοσι χρόνια έκανα στην ξενιτιά και δεν μου τηλεφώνησε ούτε μια φορά. Κι εγώ όταν τηλεφωνούσα, του 'δινε με το ζόρι η μάνα μου το ακουστικό, για να μου πει δυο λόγια μασημένα. Το 'τρεμε "του διαόλου το μηχάνημα".
Όμως, απ' όταν πέθανε, αδιάκοπα σχεδόν τηλεπικοινωνεί μαζί μου, και τόσο ζωντανά, α, τόσο ζωντανά που, όταν βγαίνω απ' τ' όνειρο, νιώθω, ώρες πολλές, ολόκληρη τη μέρα, τη μυρουδιά του στα ρουθούνια μου.

Αργύρης Χιόνης

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Κάθε πρωΐ

Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)

Μανώλης Αναγνωστάκης

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Αιμίλιου Βεάκη, Ψυχή βαθιά


Έσφιξ, ο κλοιός τριγύρω. Τα καπλάνια
λυσσούνε τώρα κυκλωμένα.
Καμιά δεν καρτερούν βοήθεια απ’ όξω.
Πρέπει να σπάσει ο κλοιός! Πρέπει να σπάσει!
Σκληρό θαν’ το γιουρούσι, μα θα γίνει!
Αντρεία και Τόλμη
γνώριμες αρετές για τον Αντάρτη!
Μα χρειάζετ’ ένα σύνθημα, μια λέξη, μια σπίθα στο μπαρούτι…
Να που άξαφνα τη βρήκε ο Παπαζήσης:
- "Ψυχή βαθιά!"

Τα γιαταγάνια αστράφτουν.

Οι μπαταριές τραντάζουν το ρουμάνι.
"Ψυχή βαθιά!" κι οι κάμποι αντιλαλούνε.
Ποτάμι τρέχει το αίμα των Ναζήδων_
κουφάρια φράζουν τα χαντάκια.
"Ψυχή βαθιά " Σπάζει από δώθε ο κύκλος.
Ως να τον κλείσουν πάλι αλλούθε σπάζει,
εδώθε - αλλούθε, σύγχιση και τρόμος,
ψυχές λυγούν, ψυχές θεριεύουν,
οι Ούννοι σκορπάνε. Δώθε- αλλούθε
σα σίφουνας περνούν οι Αντάρτες!

Στην πέρα την πλαγιά σύναξη. Ούτ’ ένας
δεν έμεινε στου εχτρού τα χέρια. Τώρα
καινούρια μάχη πάλι θ’ αρχινήσει.
- "Ψυχή βαθιά κι η νίκη είναι δική μας!"

Δική σας πάντα η Νίκη!

Ψυχή βαθιά το σύνθημα απομένει,
ψυχή βαθιά στο χιόνι, στο χαλάζι,
ψυχή βαθιά στην παγωνιά του λόγγου,
ψυχή βαθιά στο νυχτοστρατοκόπι,
ψυχή βαθιά στην άγρια πείνα,
ψυχή βαθιά στο φρούμασμα της δίψας,
ψυχή βαθιά στη μάνιτα της μάχης,
ψυχή βαθιά κι όταν σε βρει το βόλι!
Ψυχή βαθιά! Κανείς δεν πάει χαμένος!
Ψυχή βαθιά! Μυριάδες ακλουθάνε!

Τι φούντωνε τη θείαν ορμή σας
κορφές και ράχες και φαράγγια
να δρασκελάτε, ξυπόλητοι και πεινασμένοι,
δίχως άχνα παράπονου στα χείλη,
φορτωμένοι τη βαριά αρματωσιά σας;
Την καρδιά σας ποιος έκανε ατσαλένια,
με το γέλιο, το χούγιασμα του θριάμβου
ν’ αντικρίζετ’ ακόμα και το Χάρο;

Ψυχή βαθιά το σύνθημα και τώρα.
Ξαρμάτωτοι και προδομένοι,
στ’ ανήλιαγα μπουντρούμια,
στης αισχρής αβανιάς το φαρμάκι,
στους δρόμους, στις βρισιές,
στα μαρτύρια, τη σιδερένια αντοχή ποιος σας τη δίνει;
- "Ψυχή βαθιά" ο ένας στον άλλον κράζει,
"ψυχή βαθιά, δική μας πάντα η Νίκη!"

Ναι, δική σας! Η ατράνταχτη Πίστη
για τον άγιο σκοπό σας θεριεύει
και πετρώνει τη θέλησή σας!
Ω δική σας η Νίκη, δική σας!
Γιατί κάθε σας πράξη τη διαφεντεύει
ο ηθικός της αυταπάρνησης νόμος:
για σας τίποτα, κι όλα για τους άλλους!
Πίστη κι ελπίδα σας θεμελιωμένες
στης Αλήθειας το ασάλευτο κάστρο
που λουσμένη προβαίνει
μέσ’ απ’ το φως που σκορπίζ’ η Ιστορία
για του Ανθρώπου την πάλη την αιώνια
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ’ αγαθά – πανανθρώπινο χτήμα –
για τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!
Ψυχή βαθιά! το πλήρωμα του χρόνου
κοντά σας πια για να χαρείτε
δίκια και λεύτερη Πατρίδα!
Ψυχή βαθιά! Δική σας πάντα η Νίκη!

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Coral


This coral's hape ecohes the hand
It hollowed. Its

Immediate absence is heavy. As pumice,
As your breast in my cupped palm.

Sea-cold, its nipple rasps like sand,
Its pores, like yours, shone with salt sweat.

Bodies in absence displace their weight,
And your smooth body, like none other,

Creates an exact absence like this stoneSet on a table with a whitening rack

Of souvenirs. It dares my hand
To claim what lovers' hands have never known:

The nature of the body of another.

Derek Walcott

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

All You Who Sleep Tonight

All you who sleep tonight
Far from the ones you love,
No hand to left or right
And emptiness above -

Know that you aren't alone
The whole world shares your tears,
Some for two nights or one,
And some for all their years.

Vikram Seth
Baby's Way


If baby only wanted to, he could fly up to heaven this moment.
It is not for nothing that he does not leave us.
He loves to rest his head on mother's bosom, and cannot ever
bear to lose sight of her.

Baby know all manner of wise words, though few on earth can
understand their meaning.
It is not for nothing that he never wants to speak.
The one thing he wants is to learn mother's words from
mother's lips. That is why he looks so innocent.
Baby had a heap of gold and pearls, yet he came like a beggar
on to this earth.
It is not for nothing he came in such a disguise.
This dear little naked mendicant pretends to be utterly
helpless, so that he may beg for mother's wealth of love.
Baby was so free from every tie in the land of the tiny
crescent moon.
It was not for nothing he gave up his freedom.
He knows that there is room for endless joy in mother's little
corner of a heart, and it is sweeter far than liberty to be caught
and pressed in her dear arms.
Baby never knew how to cry. He dwelt in the land of perfect
bliss.
It is not for nothing he has chosen to shed tears.
Though with the smile of his dear face he draws mother's
yearning heart to him, yet his little cries over tiny troubles
weave the double bond of pity and love.

Rabindranath Tagore

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Προς τιμήν του Οδυσσέα Ελύτη που γεννήθηκε σαν σήμερα ένα κείμενό μου για τον ποιητή, με αφορμή τη συζήτηση στη Λέσχη Ανάγνωσης Ποίησης του e-poema της 10ης Φεβρουαρίου 2011, δημοσιευμένο επίσης στο τεύχος 13 του περιοδικού (http://www.poema.gr/leshitext.php?id=16&pid=26):


Ηταν κάποτε ελάχιστος χειμώνας όταν τα μάτια του κλεισμένα σε αστικό κελί 50 τ.μ. αναρτούσαν στον τοίχο αφίσες από τη θάλασσα και το μικρό δωμάτιο άφριζε από φως. Ο λόγος για τον Οδυσσέα ναυαγό Ελύτη, που μέσα από την αρρενωπή ντροπαλότητα, χαζεύει από τα τζάμια τη γύμνια κι ρέει αίμα στις φλέβες του. Το αίμα αυτό κινητοποιούσε κάθε μορφή, όταν εκείνος γεννήθηκε από τους θεούς σε ένα μεγάλο ακρόνησο του Αιγαίου. Και είναι από τότε εκείνος που γεννά μέσα από τα γραπτά του τη φωνή της Δύσης του συμβολισμού στο σώμα της Ανατολής του πάθους και ονομάζει το Αιγαίο λίκνο πολιτισμού και ήπειρο που στο βυθό της φυτρώνουν οι αγριοελιές. Φυγαδεύει κάθε συνομιλία. Ο λόγος δεν είναι για κείνον. Εκείνος δεν μιλά παρά στοιχειοθετεί τη γλώσσα και ζωοποιεί το ανείπωτο. Βάζει στη σειρά τις λέξεις της ξηράς και της θάλασσας και φτιάχνει πλεούμενα τρεχαντήρια, ναούς σε σχήμα ουρανού. Δεν είναι δικός του ο ωκεανός, καθώς δεν έχει ποτέ σκοπό του να νικήσει τα γράμματα. Μιλά με οικονομία και έχει μόνο μία ακρούλα ήλιο δαγκωμένο, πονεμένο και σμιλεμένο από χωράφια ξέφραγα. Ο Ελύτης αγαπάει τον θάνατο, αλλά προβάλλει τη ζωή ως άξιον εστί, λόγο για να μην πεθάνει κανείς πριν από εκείνον. Τείνει να διαφυλάξει την ορμή της ζωής μέσα σε μια γενιά προ- και μετά- πολεμική και μιλά ποιητικά μόνο όταν η έλλειψη του φουσκώνει τα μάγουλα. Και πάλι δεν μιλά, δεν γκρινιάζει, αλλά κυοφορεί το αεράκι στις φουσκοδενδριές του εφήβου. Ετσι, στα χέρια του μεγαλώνει η Ελλάδα και γίνεται παρθένα καντηλανάφτισσα, την κοιτά από την κλειδαρότρυπα όταν γδύνεται, την αφήνει να του τσιμπήσει τα αυτιά, την ακούει και σε κάθε παλμό γεμίζει αισθήσεις. Αγαπά την ομορφιά παντού και ως γερασμένος έφηβος, φτύνει την εποχή του στο πρόσωπο και γίνεται ο Ερχόμενος της Ωξόπετρας. Είναι εκείνος που υιοθετεί και ξεπερνά τον Υπερρεαλισμό κι ανασταίνεται κατά την ανάταση της πραγματικότητας. Δεν φορά στα χείλη λέξεις, μα ούτε μένει άπραγος, αλλά παντρεύει τη Σαπφώ με το Θεόφιλο, το Μακρυγιάννη με τον Εμπειρίκο, το σώμα στην υπέρτατη φύση με τον έρωτα του άντρα που κρατά τη γυναίκα στις κλειστές του παλάμες με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια. Ο Ελύτης γράφει για τον εξωτερικό κόσμο, τον ζωηρό έφηβο και τον πληγωμένο στρατιώτη του αλβανικού μετώπου με μια πολύ προσωπική ματιά. Στέκεται ανάμεσά τους. Στους ώμους του στηρίζεται από τη μια ο ξαπλωμένος από τη δίνη του έρωτα έφηβος και από την άλλη ο ξαπλωμένος και πληγωμένος από τη μάχη στρατιώτης. Ετσι, συνενώνει το ατομικό με το πανανθρώπινο, την βιωμένη ζωή και τον επερχόμενο θάνατο, δημιουργώντας σε έναν ενδιάμεσο και δυνητικό χώρο. Σε αυτόν τον χώρο βάζει στον ήλιο το χρώμα του πολέμου και ορίζει τις αχτίνες του στα μάτια της πεταλούδας. Με την τεχνική του collage να διαπνέει τη δημιουργία σ' ένα πεδίο πέραν των λέξεων, στην ουσία επαναλαμβάνει αυτήν την ιδιαίτερη σχέση του με τη γλώσσα: οι λέξεις είναι υλικοί ήχοι που τοποθετούνται δίπλα δίπλα και φτιάχνουν είτε την παραφωνία του σύμπαντος είτε την αρμονία του ασυνειδήτου. Ως εκ τούτου, το άναρχο collage ανακατεύει τα χρώματα της πλαστελίνης και φτιάχνει έναν χώρο στον οποίο το μάτι ξεκουράζεται και ο δημιουργός ξαποσταίνει. Μιλούμε για έναν χώρο που μοιάζει με το σπίτι, το dwelling του Heidegger. Μιλούμε για έναν χώρο δυνητικό ξανά. Ο Ελύτης είναι μια άναρθρη κραυγή για τη νεότητα που χάθηκε, για τον θάνατο που πάντα υπάρχει πίσω από τις λέξεις, γιατί πώς είναι δυνατόν να μην συγκρίνει κανείς τα τόσο όμορφα τοπία με τον παράδεισο; Εξάλλου, κι οι λέξεις σε αυτήν την ποίηση, αποτελούν ταυτόχρονα ζωοποιά μορφώματα, αλλά και πεθαμένα πατρικά σύμβολα, κοντά τόσο στον έρωτα όσο και στο θάνατο. Ο Ελύτης αγγίζει με την παλάμη του τ' απόκρυφα μίας νύφης που τρυπήθηκε από τη μόνη στα γυαλιά καρφιά της γύμνιας της, ως εάν η ρίζα της ξεριζώθηκε από τ' αγκάθια. Οπως κι αν λέγεται το σκοινί ανάμεσα στην παραισθησιογόνα ενύπνια ζωή και στην πραγματικότητα, ο Ελύτης το περπάτησε με τα χέρια ανοιχτά (στα ανοιχτά χαρτιά του), ως εκπαιδευμένος στη δοκό αθλητής που ξέρει πως η ζωή του ποτίζεται από μια ενδιάμεση ροή, εκείνη που τον κάνει να δακρύζει για το ασημένιο μετάλλιο του Ποιητή, οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό δώρο ασημένιο ποίημα.
Οδυσσέα Ελύτη, από το Μονόγραμμα


Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας


Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί


Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!


Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί

Πριν από την αγάπη και μαζί

Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι

Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο

Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1 (1957): 

…και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας
είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Τάσος Λειβαδίτης 
Γυμνὰ χέρια


……Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια
……καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο,
……ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.


Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Αισιοδοξία, Κώστα Καρυωτάκη
για το σκοτάδι που έρχεται πιο νωρίς:




Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Το πάρτυ - Δημήτρης Χορν από τη μουσική παράσταση Οδός Ονείρων σε μουσικη του Μάνου Χατζιδάκι
http://www.youtube.com/watch?v=LjHVpQnDROo

Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί,
κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα θελε να ζει, γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή και
όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία
μέσα σ αυτό το δρόμο γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε,
μαζί με μας και τα όνειρα μας, μαζί με μας και τα παιδιά μας.


Γι' αυτό ένα πάρτυ σ' αυτό το δρόμο
είναι πιο θλιβερό και από τον ίδιο το θάνατο,
είναι ένα γραμμόφωνο που ολοένα ξεκουρδίζεται,
δυο ιδρωμένα χέρια στο άσπρο φόρεμα ενός κοριτσιού,
ένας σκύλος που απορεί,
ένα ποτήρι αδειανό στην άκρη της αυλής μου,
μια κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά της,
ένας κρυφός αναστεναγμός,
ένα αρπαχτικό βλέμμα θηρίου που δεν τολμάει να αγγίξει,
ένα κλουβί στην πόρτα σου με ένα πουλί που κοιμάται...


Γι' αυτό ένα πάρτυ στην Οδό των Ονείρων
είναι πιο θλιβερή και από τη στιγμή του ονείρου,
είναι ένα ξέφτισμα ζωής,
ένα παιχνίδι χάρτινο στα χέρια των αγγέλων.


Κοιτάχτε τούτο το κλουβί
είναι λιγάκι πιο μεγάλο από την καρδιά μου,
κι όμως δεν μπορεί να χωρέσει την αγάπη μου,
κοιτάχτε και τούτο το κορίτσι
θα του χαρίσω το κλουβί κι ένα τραγούδι θα μου πει...
για το πουλί που χάθηκε, για το πουλί που πια δε ζε

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Η γιαγιά μου, αδελφική φίλη της αδερφής του, Μιράντας, τον θυμάται να κοιμάται στο σαλόνι κουλουριασμένος πάνω σ' ένα ξύλινο μπαούλο τα πρωινά, για να ξυπνάει τα βράδια και να ζει. Σιωπηλός, λέει, μιλούσε μόνο μουσική. Και καμιά φορά θυμόταν την μητέρα του.

''Οι αστερισμοί κι η μουσική είναι το ιδιαίτερό μου δωμάτιο''
Μάνος Χατζιδάκις:

http://www.youtube.com/watch?v=aGWTXxXpEeM&feature=player_detailpage

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η λιμνούλα ψηλά συνέχεια αχνίζει. Ποια μάγισσα θα σηκωθεί πάνω στο λευκό ηλιοβασίλεμα ; Ποιά βιολετιά φυλλώματα θα κατέβουν ;

A. Rimbaud


ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΙΙΙ

Στο δάσος, υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματάει και σας κάνει να κοκκινίζετε.

Υπάρχει ένα ρολόι που δεν κτυπά.

Υπάρχει ένα έλος με μια φωλιά ζώων λευκών.

Υπάρχει ένας καθεδρικός ναός που κατεβαίνει και μια λίμνη που ανεβαίνει.

Υπάρχει ένα μικρό αμάξι παρατημένο μέσα στη λόχμη, ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας με κορδέλες σκεπασμένο.

Υπάρχει ένα μπουλούκι μικρών ηθοποιών με κουστούμια, που διακρίνονται πάνω στο δρόμο μέσα από τις παρυφές του δάσους.

Υπάρχει τέλος πάντων, όταν πεινάμε και διψάμε, κάποιος που σας κυνηγά.

IV

Είμαι ο άγιος, σε προσευχή πάνω στην ταράτσα,- όπως τα ζώα τα ειρηνικά βόσκουν στη θάλασσα της Παλαιστίνης.

Είμαι ο επιστήμων στην πολυθρόνα τη σκοτεινή. Τα κλαδιά και η βροχή σπρώχνονται στα παράθυρα της βιβλιοθήκης.

Είμαι ο πεζοπόρος του μεγάλου δρόμου από τα χαμηλά δάση. Ο θόρυβος από τους υδατοφράκτες σκεπάζει τις πατημασιές μου. Βλέπω για πολλή ώρα τη μελαγχολική χρυσή μπουγάδα της δύσης.

Θα ήμουν για τα καλά το παιδί το παρατημένο πάνω στην προκυμαία τη φευγάτη για τη μεγάλη θάλασσα, ο μικρός υπηρέτης που ακολουθεί την δεντροστοιχία και που το μέτωπό του ακουμπά τον ουρανό.

Τα μονοπάτια είναι σκληρά. Τα βουναλάκια σκεπάζονται με σπαρτά. Ο αέρας είναι ακίνητος. Πόσο τα πουλιά και οι πηγές είναι μακριά. Ίσως είναι το τέλος του κόσμου, που ξεκινάει.

A.Rimbaud


Φθινόπωρο. Κι η βάρκα μας απάνου σε ακίνητες ομίχλες, πισωγυρίζει στης δυστυχίας το λιμάνι, στη θεόρατη πόλη μ’ ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά. Α! τα δυσώδη κουρέλια, το μουλιασμένο με βροχή ψωμί, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Πότε επιτέλους θα αποκάμει τούτη η αιματορουφίχτρα, των μυριάδων ψυχών και πτωμάτων, βασίλισσα, που θα κριθούν! Βλέπω ξανά τον εαυτό μου, η σάρκα μου διαβρωμένη απ’ τη λάσπη και την πανούκλα, σκουλήκια γεμάτα τα μαλλιά κι οι μασχάλες μου κι ακόμα μεγαλύτερα σκουλήκια στην καρδιά μου, ξαπλωμένα μεταξύ αγνώστων δίχως ηλικία, δίχως αίσθημα…Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί…Φρικτή μνήμη! Απεχθάνομαι την μιζέρια.
Και τρέμω το χειμώνα, επειδή της άνεσης χαρακτηρίζεται εποχή!

Μια εποχή στην κόλαση, A. Rimbaud (απόσπασμα σε μτφ Γ. Αντιόχου)


ΠΡΩΙ


Μήπως μια φορά δεν είχα νιότη αξιαγάπητη, ηρωική, μυθική, χαραγμένη σε φύλλα χρυσού, τόσο τυχερός! Για ποιο κρίμα, ποιο λάθος με την παρούσα αδυναμία μου πληρώνω; Συ που ισχυρίστηκες ότι τα ζώα τη θλίψη τους με αναφιλητά δηλώνουν, ότι οι ασθενείς απελπίζονται, ότι οι νεκροί απ΄ εφιάλτες κατατρέχονται, προσπάθησε να αφηγηθείς την πτώση και τον ύπνο μου. Όσο για μένα, δεν μπορώ να με φανταστώ σαν τον επαίτη με τ΄ αδιάκοπα Πάτερ ημών και τα Ave Maria. Να μιλώ, άλλο δεν μπορώ.


Ωστόσο, σήμερα, σκέφτηκα να τελειώσω την εξιστόρηση της κόλασης μου. Κι ήταν στα σίγουρα η Κόλαση, η αρχαία κόλαση, αυτή που ο Υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της.


Από την ίδια έρημο, την ίδια νύχτα, πάντα τα εξαντλημένα μάτια μου ξυπνούν στο ασημένιο αστέρι, πάντοτε, χωρίς να των Βασιλιάδων της ζωής συγκίνηση, οι τρεις μάγοι, η καρδιά, η ψυχή, το πνεύμα.


Πότε θα φύγουμε πέρα απ΄ τις ακτές και τα βουνά, να χαιρετίσουμε τη γέννηση του νέου μόχθου, της νέας σοφίας, τη φυγή των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος της προκατάληψης, να λατρέψουμε – πρώτοι εμείς! – Χριστού τη γέννηση στη γη.


Το ουράνιο τραγούδι, η πορεία των λαών!
Σκλάβοι, μην καταριόμαστε τη ζωή.

Α. Rimbaud. Μια εποχή στην κόλαση (απόσπασμα σε μετάφραση Γ. Αντιόχου)

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Ηλιοτρόπιο

Ανέκαθεν σε φρόντιζε ο ήλιος
στραμμένος προς τη θλίψη σου
εφεδρικός ήρωας στα όνειρά σου
δεμένη πάνω του η συμπόνοια
χρεωμένη η θάλασσα με σίδερα
που λιώνουν 
αδήριτα.

Ανέστη Μελιδώνη, από τη συλλογή Αστέρια από χαρτί.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

το ποίημα μου το θύμισε η Τάνια Σκραπαλιώρη, ποιήτρια, σήμερα. (Φοριέται κι ο Καβάφης τελευταία)

Μισή Ώρα

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα 
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Αλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ' έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές -βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός-
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ' έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ' όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ΄ναι το σώμα σου κοντά.

Κ.Π.Κ.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Η πρωτοβουλία της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση να επιλεχθούν στίχοι του Καβάφη και να τοποθετηθούν σε όλη την Αθήνα σαν εγχείρημα είναι πρωτοποριακό και φέρνει την ποίηση στην ρέουσα ζωή, εκεί που γράφτηκε και εκεί που στην πραγματικότητα μιλάει. Παρόλα αυτά, όπως είδα σήμερα ότι γράφει και η Ν. Χατζηαντωνίου, είναι σημαντικό το γεγονός ότι ορισμένοι απ' τους στίχους αυτούς έχουν αποκοπεί απ' το υπόλοιπο ποίημα, με αποτέλεσμα να δίνουν νόημα διαφορετικό απ' αυτό στο οποίο στοχεύει ο ποιητής. Εξάλλου, ο Καβάφης συχνά μιλάει σαρκαστικά, κάτι που δεν αναδεικνύεται σ' έναν μεμονωμένο στίχο, με την έννοια ότι μπορεί ο ποιητής να εννοεί το ακριβώς αντίθετο απ' αυτό που γράφει. Και αυτό γιατί η αυτοτέλεια του Καβάφη βρίσκεται στο ποίημα που αποτελεί όχι ένα μερικό αντικείμενο που βγάζει κραυγές, αλλά έναν εν ζωή οργανισμό, που μέσα από την σύνθεση των αντινομιών του, στοιχειοθετεί το όλο και μιλάει μέσα απ' την ατμόσφαιρα που αναδύει. 

παρακάτω παραθέτω και το άρθρο της Ν. Χατζηαντωνίου: http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes--politismos&id=392462

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Ακόμα δεν μπόρεσα...

Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ
πάνω στην καταστροφή
δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους,
δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε
από τη συντροφιά μου,
πως έχασαν τον αέρα που εγώ αναπνέω
και πως η μουσική των λουλουδιών,
ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα
δεν έρχεται στ' αυτιά τους·
ακόμα δεν χλιμίντρισαν τ' άλογα
που θα με φέρουν πλάι τους.
Να τους μιλήσω,
να κλάψω μαζί τους
και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους·
όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος,
σαν τίποτα να μην είχε γίνει
σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω από τα κεφάλια μας.

Γιώργου Σαραντάρη

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Ανασαίνεις απ' τα χείλη ή απ' την κρύπτη του έρωτα;

(Ερωτηματικά στο σκοτάδι- από τις κερασιές)

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Γενεολογικό των μυδραλίων

Δεν είμαι ο λόγος που η φωτιά 
                χυμάει της κουκουναριάς
    τραβώντας του τ' αυτιά του Ήλιου.

Ας πάει να καυχιέται ο κόχυλας
           ότι κρατάει σόι από βροχή
               κι από αιώρα κίτρου.
Δεν διαβάζονται τ' αρχοντολόγια 
            από έναν Οχτώβρη βορεινό και δώθε
μόνον άκου: τα μυδράλια
                     κατάγονται από κίνδυνο
           κι από κουδουνίστρα επανάστασης 
                      οιακίζοντας αλφάβητο.

Ε. Κακναβάτος, 1996 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

11 σχεδόν λεπτά με χαλί κίτρινα φύλλα απ' τον σαξοφωνίστα Julian ''Cannonball'' Adderley, στο άλμπουμ Something Else (1958).
http://www.youtube.com/watch?v=PPHtQn1t1n4

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

κάποτε καθηλωμένος από το άσθμα, εκείνος έγραφε τους πιο λυπημένους στίχους: Ο Κ. Μαυρουδής για το πράσινο τετράδιο και την ιδιωτική γραφή του Che Guevara 
http://costas-mavroudis.blogspot.no/2009/05/h.html

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς κι ηλιοκαείς τροχιοδρόμους.

χάλκινος Ανδρέας Εμπειρίκος (απόσπασμα από τον Πλόκαμο της Αλταμίρας), και η φτερωτή Βubamara των Βαλκανίων: http://www.youtube.com/watch?v=Qg44qKSbsdQ

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

για την ροή στα τοιχώματα της φύσης, από το στόμα του Ανδρέα Εμπειρίκου:

Τα ανδραγαθήματα των μικρών τατάρων και οι ερωτικές των περιπέτειες, βρίσκουν μέσα στο νου μου ένα πεδίον συγκεντρώσεως στις όχθες του Αμούρ. Στη εκλογή αυτού του ποταμού της Σιβηρίας, συνετέλεσε το γεγονός ότι το όνομά του εις την γαλλικήν σημαίνει έρως, και το ότι ο ποταμός Αμούρ διασχίζει χώρες που κατοικούνται από μογγολικές φυλές, στις οποίες ανήκουν και οι τάταροι των παιδικών μου αναμνήσεων. Μα και η αγάπη μου για τις μακρυνές αυτές χώρες, που συμβολίζουν για μένα, άλλα αρχέτυπα αγάπης -Ρωσία, η μητέρα- (η μάνα μου είναι κατά το ήμισυ Ρωσσίς) έπαιξε ένα ρόλο πολύ σημαντικό στην εξεύρεσι αυτού του πεδίου, το οποίον, από τη στιγμή που ευρέθη, αποτελεί πλέον σημείο εξορμήσεως και επιστροφής του πλήθους των συσχετίσεων που έρχονται και αποχωρούν απανωτά μέσα στο νου μου, σαν άμπωτις και πλημμυρίς. Και ο Αμούρ ποτίζει πάντοτε την χώρα αυτή. Το έπος των μικρών τατάρων του Τσόργκουν, το διαδέχεται εδώ, καθώς αντίλαλος των ιαχών αυτών των αγοριών, αλαλαγμός μογγόλων και κοζάκων ζαπορόγων, πέρα από τις στέππες των Κιργκίζ. Τις ατέρμονες ερημικές εκτάσεις, που ενιαχού τις σκεπάζει η τούνδρα, μέσα στη φλόγα του καλοκαιριού, και αλλού τις καλύπτουν πυκνά και παμμεγέθη δάση, τις διασχίζουν τα μικρά νευρώδη ιππάρια των νομάδων και των κατακτητών, ενώ εις τον γλαυκόν αιθέρα, ταξειδεύουν ακοίμητοι και έτοιμοι πάντοτε να επιτεθούν, γύπες και αετοί από τα Αλτάϊα και τα Ιαβλονόϊα όρη, κουρσεύοντας στον διάβα των την πανίδα των υψιπέδων. Αίφνης ένας ήχος οξύς σαν διαπεραστική κραυγή ξεσχίζει τον αέρα. Τούτη τη φορά δεν προέρχεται από ζώο που το χτύπησαν θανάσιμα τα νύχια και το ράμφος ενός αρπακτικού. Μία τολύπη σκάει στον ορίζοντα και ευθύς την ακολουθούν κι άλλες πολλές, αμέτρητες -τόσες που σχηματίζουν ένα σύννεφο, που το σπρώχνει και το κατευθύνει η φορά του ανέμου. Μια βουή υπόκωφη πλησιάζει και ένας γδούπος ακούεται σαν να διαβαίνη μια αγέλη μαμούθ, ή από γιγαντιαία ελάφια του τεταρτογενούς. Έτσι περνά ο Υπερσιβηρικός, ο χαλύβδινος ρήγας της Ασίας.
Κι ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέει, ποτίζοντας όχι μόνο τις χώρες που διασχίζει, από τα Ιαβλονόϊα όρη μέχρι των εκβολών του στην Οχοτσκική, μα και ολόκληρη την ενδοχώρα εις την οποία εισεχώρησε και που ένα μικρό της μόνον μέρος περιέχουν οι σελίδες τούτες.
Και είναι για μένα πάντοτε ο Αμούρ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως.
Προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύωνται πάλι πάντοτε από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας, και σχετικά και άσχετα με τις συνειδητές βουλές μας. Στις όχθες του, θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύωνται, θα θρηνούν και θα αγάλλονται, θα διψούν και θα δροσίζονται, όσοι από εμάς λέγουν το ναι, και όσοι από εμάς λέγουν το όχι.
Είπα πάντοτε Ναι. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέη ο Αμούρ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες, όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και  με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη την δύναμι των πνευμόνων μου:
"Αμούρ! Αμούρ!"

(Απόσπασμα από το Αμούρ-Αμούρ, του Α. Εμπειρίκου)

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Our death is in the cool of night,
our life is in the pool of day.
The darkness glows, I' m drowning,
the day has tired me with light.

Over my head in leaves grown deep,
sings the young nightingale.
It only sings of love there,
I hear it in my sleep.

Death, Heinrich Heine

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Σαν σήμερα έφυγε εθελούσια η Κατερίνα Γώγου- Θα 'ρθεί καιρός:
 http://www.youtube.com/watch?v=CVCO7Fd9GCU

Θυμάσαι, Μαρία, στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι 
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη; 
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα...
από τα Ελεγεία της Οξώπετρας που κυκλοφόρησε το 1991 όταν ο ποιητής ήταν πια 80 ετών: 

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ' ασημένιο πρόσωπο άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
                   Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο 
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν
        αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από 
        τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε
        ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός κι αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
                              μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ΄να τους πλευρό, τ΄άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να' ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

Περασμένα Μεσάνυχτα, Οδυσσέας Ελύτης

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Όταν μιαν άνοιξη, Μανώλης Αναγνωστάκης

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει 
θα ντυθείς μια καινούρια φορεσιά
και θα 'ρθείς να σφίξεις τα χέρια μου 
παλιέ μου φίλε

Και ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο τη νύχτα σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Ένα δείγμα από την προσωπική μου συλλογή ''Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επανάσταση'' που κυκλοφορεί απ' τις εκδόσεις Γαβριηλίδης στην πληρέστατη ανθολογία Regarding Poetry του Γιώργου Νικολόπουλου. Τον ευχαριστώ προσωπικά.

http://regardingpoetry.wordpress.com/category/%CF%87%CE%AC%CF%81%CE%B9%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%8D/


Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Το πρώτο διεθνές φεστιβάλ ποίησης Αθηνών ξεκίνησε χθες στην Αθήνα με ποιητές απ' όλον τον κόσμο, με παιδιά, μουσική και ποιήματα. Με μότο το ''αντίδοτο η ποίηση'', το φεστιβάλ υπενθύμισε ότι ''το ποίημα απευθύνεται σε μία κοινότητα, ότι λογοδοτεί σε μία κοινότητα, ότι πρέπει να ακούγεται'', όπως υπογράμμισε ο διοργανωτής του Κύκλου ποιητών, Δ. Αγγελής. 

Όπως ενημερώνει η Αυγή, η αυλαία άνοιξε με παιδιά. Οι χορωδοί του 54ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών απήγγειλαν ολιγόστιχα του Ομήρου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καβάφη πριν ακουστεί το καλωσόρισμα από Έλληνες και φιλοξενούμενους ξένους ποιητές. 

Ο Λ. Φερλινγκέτι δεν μπόρεσε να παρευρεθεί αλλά έστειλε το δικό του μήνυμα απ' την Αμερική, φορώντας μάσκα που προσομοίαζε το Άγαλμα της Ελευθερίας και με συγκίνηση στα λόγια μετέφερε το αδημοσίευτο ποίημά του ''Το Άλφα και το Ωμέγα του Παντός'', που μετέφρασε ο Γ. Μπλάνας:

Η πρώτη ανθρώπινη κραυγή στο πρώτο φως
Η πρώτη πυγολαμπίδα να τρεμοσβήνει μέσα στη νύχτα
[...]

Η πρώτη υπέροχη μέρα για το Κίνημα Κατάληψης της Γουόλ Στρητ
προκειμένου να οικοδομήσουμε καταπάνω σ'αυτήν την ήπειρο ένα Νέο Έθνος!

Παρακάτω η ιστοσελίδα του Φεστιβάλ που ίσως αφήσει κάτι σημαντικό αυτή τη στιγμή που το απαιτεί.

http://athenswpf.wordpress.com/
Ω μάνα μου, εφταπάρθενη
βαθιά αγκαλιά
που ως ουρανός ανοίγει!
Ανοίγει, ανοίγει-
μα από πού μπορεί η καρδιά να φύγει;

Πάντα θα 'ρτώ να χαϊδευτώ 
στα γόνατά σου από τ' αχνό
της ευλογίας το χέρι˙
να πω το λόγο τον παλιο:
"Μάνα, φωτιά με βύζαξες
κ' είναι η καρδιά μου αστέρι;"

Α. Σικελιανού, από τον Λυρικό Βίο (στ. 752)

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

για την ασχήμια των ημερών μίλησε κάποτε ο Άγγελος Σικελιανός στον Λυρικό Βίο, και έτσι ερημωμένος ο εξωτερικός παρατηρητής ποιητής, εγγράφει στην συλλογικότητα τον πόνο και την βία ως απάντηση:

Με την κοιλιά σερνάμενη,
γυναίκα με κυνήγησε
σαν την οχιά στα δάση.
Στα μονοπάτια οι γύροι μου,
μες στα βαριά ηλιοκάματα,
τη λαύρα όπου την έκαιγε
δεν είχανε αποστάσει.
Μα ήταν το πόδι μου αλαφρό,
και αφρίζοντας εχίμηξε
με λύσσα, λαχανιάζοντας,
το χώμα να δαγκώσει!

Η ασκήμια, Α. Σικελιανού, Λυρικός Βίος (στ. 978)

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Κρύβω τα μάτια μου απ' το φως
Όπως τ' ακίνητα τοπία
Τα μελαγχολικά απομεσήμερα 
Και τα μυστικά σε τρεμάμενα χείλη
Πάντα σκιερή η άλλη Σελήνη
Κι εγώ δακρυσμένος στο πέτρινο ακρωτήρι
Να προτιμήσω το άλγος των ονείρων
Ή τα νοσηρά τινάγματα αυτής της πραγματικότητας;

De profundis, του Βασίλη Ρούβαλη

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Κάγκελα

Κάγκελα στο παράθυρο,
σαν φυλακή.
Κάγκελα στην πόρτα.
Απ' έξω δυο χοντρά λουκέτα
σε κλειδώνουν.
Πότε προλάβανε να φτιάξουν τόσα κάγκελα;
Την ώρα που κοιμόσουνα μακάρια
και τη ζωή σου άφηνες απ' έξω.

του Θ. Παπαδόπουλου

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Η απλότητα του τρόμου ίσως περιγράφει καλύτερα από τις κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις την σημερινή κατάσταση. Κι ο τρόμος νομίζω υποκινεί τις πιο αντιφατικές με αυτόν αντιδράσεις, γιατί ακριβώς δεν σε πεθαίνει:

Είναι απλό: Δεν σε πεθαίνει ο τρόμος.
Ο τρόμος μόνο σε ξεγεννάει. 
Βγάζει το φίδι απ' την κοιλιά σου.
Ο μαιευτήρας σού χαμογελά,
Που ζεις μια τέτοια αιθέρια νύχτα
Είναι απλό: Ο τρόμος δεν σε ταπεινώνει.
Σε αίρει στο ύψος των περιστάσεων.
Απλώς πατάς πάνω στον εαυτό σου.
Ο τρόμος δεν επείγεται. Σε περιμένει. 
Μπορείς, σκεπτόμενος, να διαφύγεις.
Απλώς δεν μπορείς να σκεφτείς.
Στον τρόμο ένα κι ένα κάνουν δύο.
Απλώς δεν βρίσκεις το πρώτο και το δεύτερο:
Τη στιγμή αυτή ο ένας σε ψάχνει
Κι ο δεύτερος του φανερώνει τη θέση σου. 
Ο τρόμος προνοεί. Είναι ψύχραιμος.
Εξάλλου ξέρετε κι οι δυο τι θ' αξιώσει.
Πίνει ακόμη μια γουλιά απ' τον καφέ του
Κι απλώς σηκώνει τα μάτια του πάνω σου.
Είναι απλό: Η φωνή του αέρα,
Οι ψίθυροι οι σοφοί των ερειπίων,
Το κουρέλι από την υγρασία που απομένει 
Σε κάποια σκιερή γωνιά του πυρετού,
Όλα γλιστράνε μέσα στο φρεάτιο.
Ο ήλιος βάζει το δάχτυλό του στο τζάμι
Και κάνεις τη βουτιά. Αυτό ήταν. Θα δεις τώρα
Σε όλη την απλότητά του τον τρόμο.

Η απλότητα του τρόμου, της Δήμητρας Χριστοδούλου

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Άνοιξε την ομπρέλα, βιαστικά.
Δεν έβρεχε.
Κάποιοι τον είπαν τρελό,
άλλοι προσπέρασαν απλά,
άλλοι τον κοίταξαν έντονα.
Κανείς δεν φαίνεται πως ένιωσε
τον κατακλυσμό που πνίγει
την καρδιά του.

Η ομπρέλα, του Θ. Παπαδόπουλου  
Μες στο σταματημένο αυτοκίνητο της έσφιγγε ώρες τα χέρια.

Εμένα θα μου άρεσε με μια μουσική υπόκρουση, 
είπες, όπου θα καθόριζες εσύ τα κενά της σιωπής.

Μ. Αναγνωστάκη, Υ.Γ.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

από την Μεγάλη Χίμαιρα:

Κάτω οι ναύτες πλένουν το κατάστρωμα. Είναι σχεδόν γυμνοί. Στο κεφάλι φοράν κάσκες φτηνές, αγορασμένες στα λιμάνια των Ινδιών. Δουλεύουν τις βούρτσες και τη μάνικα δίχως κέφι, χωρίς νεύρο, με κινήσεις βαριεστημένες. Είναι κουρασμένοι. Στο καμπούνι της πλώρης, όπου βρίσκονται τα κρεβάτια τους, βασιλεύει ζέστα φούρνου νύχτα-μέρα. Πέφτουν ολόγυμνοι να κοιμηθούν, κι ο ίδρως τους ποτίζει τα στρωσίδια, το σανίδι, κι αυτό ακόμα το σίδερο. Αδύνατο να κλείσουν μάτι. Αν πάλι θελήσουν να ξαπλώσουν στο κατάστρωμα, τότε θα ψηθούν απ' τη λαμαρίνα, που τη νύχτα αναδίνη όλη την κάψα του ήλιου της ημέρας. Κι ύστερα η βροχή. Ένα χλιαρό νερό τρέχει ολοένα μέσα στον ασάλευτο αέρα, τον κορεσμένο στους πνιχτικά θερμούς.

Μ. Καραγάτσης

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

για την συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο Θέατρο Βράχων (Παρασκευή 13/9):

O San Michele είχε ένα κοράκι άσπρο, κόκκινο, πράσινο και κίτρινο, και για να το εξημερώσει του έδινε γάλα και μέλι. Και μετά σκαρφάλωσε στου αναστεναγμού τη ράχη, δοκίμασε νερό απ' τα πηγάδια των πιο ενστικτωδών ονείρων, χόρεψε με τα έρημα παιδιά και στο πάλκο σαν παιδί κι αυτός πότισε τα άδροσα χείλη μας και καήκαμε από ξημέρωμα. Είπε τις ιστορίες του απ' την αρχή ως το τέλος, και με διονυσιακό ρίγος μαλάκωσε τις επιφάνειες των ανέμων. Βλέποντας στο αμμόχωμα οάσεις, ξέσφιξε τα μάτια μου, με την γαλανή του αγκαλιά με φρόντισε, και στους κόπους της χαραυγής, φώναξε τον ήλιο αγύρτη. Στους πολιτικά άκαιρους καιρούς, μας ανακούφισε με τον κυματισμό του, κυρτώσαμε με τα ρέλια και πιο πωρωμένοι από ποτέ, ανεξαρτήτως πεποίθησης και ηλικίας, συναντήσαμε τις νότες της πιο βιωματικής και πολιτικής ποίησης. Εκείνης που στα βράχια της ελληνικής μυθολογίας, ξεβράζει τον άνθρωπο και την κοινωνία.

http://www.youtube.com/watch?v=DFZ7OAMepHU

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει αλλά δεν επρόκειτο ποτέ να την ξαναδεί.

Πλήθος περιφερόταν χρόνια μέσα στο σπίτι του αλλά κανείς ποτέ δεν μπήκε στο μικρό καμαράκι κάτω από τη σκάλα.

Τη ζωή που στερήθηκαν.

Στην εβραίικη γειτονιά τα παιδιά δεν τον παίζανε γιατί δεν ήταν εβραίος.

Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε ν' αγαπήσει.

Από το ΥΓ. του Μανώλη Αναγνωστάκη

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

της Λένας που γιορτάζει σήμερα:

Μετά θα γίνω άμμος.

Κόκαλα άσπρα κελύφη
Δόντια μαργαριτάρια.

Θα βάψει το αίμα μου κοράλλια
Ψάρια τα σπλάχνα μου θα ταΐσουν.

Και τα μαλλιά θα κολυμπούν με φύκια
Και των ματιών μου η λάμψη στα ρηχά θα παίζει.

Κι όλο το δέρμα μου άμμος
Ζεστή, απαλή στα πόδια των παιδιών.

Χάδι δροσιάς τη νύχτα στων εραστών τις πλάτες
Υγρή αγκαλιά των κοχυλιών, αστρόσκονη.

Και πρώτη ύλη παλατιών που ο άνεμος γκρεμίζει.

Μετά, Λένας Καλλέργη από τη συλλογή 'Κήποι στην άμμο'. 

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ' η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ' εμπόρων, κ' Εταιρείες.

Α η κάμαρη αυτή, τί γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ' εμπρός του ένα τούρκικο χαλί˙
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά˙ όχι, αντίκρυ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε˙
κ' οι τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καημένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι˙
ο ήλιος του απογεύματος τόφθανε ως τα μισά.

... Απόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθή
για μια εβδομάδα μόνο... Αλίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.

Ο ήλιος του απογεύματος, ΚΠ Καβάφη