Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Δεν σκέφτομαι- άρα υπάρχω

Σε θάλασσα καλοκαιριού που ανάσκελα
Λυμένα πια τα μέλη και ανασαίνοντας
Αλμύρα ήλιου, ολόκληρος
Στο δαχτυλάκι το μικρό της άνωσης
Λιώνει το βάρος του μυαλού
Με απέραντο
Πορτοκαλί σκοτάδι που όρμησε
Ως τις κλειδώσεις
Τι εύκολα
Καθώς αδειάζει κάθε ιδέα
Κι ανάστροφα
Ρουφάει την άφατη ευφροσύνη
               του-να-μην,
Ώσπου ολοκάθαρα:

"Δ ε ν  σ κ έ φ τ ο μ α ι  -  ά ρ α  υ π ά ρ χ ω"

αστράφτοντας

καρφώθηκε στη σκέψη μου
η σκέψη


Αντώνης Φωστιέρης 
(από τη συλλογή Πολύτιμη Λήθη, 2003, εκδ. Καστανιώτης)

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

λαζάριστον αστέρι
το νέο αίμα φωτίζεις
με τα μάτια από κάτω
τρέχατε, τρέχατε στις εκκλησίες και στα μνήματα
εσύ και το άλλο παιδάκι

https://www.youtube.com/watch?v=y-JqH1M4Ya8

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

M' ένα στεφάνι φως

Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δε θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει καμιά φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου της λευκαίνονται, και πως, τους χαραγμένους της καρπούς βυζαίνει, συσπώντας το γλυκό της στόμα βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, πόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου της λευκαίνονται, και πως, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτοΰπνι στο υγρό της μέτωπο, μ' ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ' ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ' ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει, γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ' όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α πότε, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί το θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σου μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.

Τζένη Μαστοράκη

[και αφιερωμένο στον υπόγειο κήπο της 'α...]
Τι έλεγε εκείνη η επιστολή


Μα όταν κάποιος σού μιλά με τρόμους, φωνές χαμένων σε απαίσια σπήλαια και βάλτους—

εσύ να σκέφτεσαι προπάντων τι μπορεί να εννοεί, ποιο διαμελισμένο πτώμα κρύβει στο υπόγειό του, τι δαγκωτά φιλιά και φόνους, νύχτα υπόκωφη, που σιωπηλά τη διασχίζουν αμαξοστοιχίες (συσκοτισμένες με βαριά παραπετάσματα, και στους τροχούς πανιά ή βαμπάκι), τι άνομες επιθυμίες, λύσσα, ψιθύρους, ουρλιαχτά, βεγγαλικά σε λάκκους πολιούχων, εκδικητές να τον μουσκεύουν στο αίμα όταν κοιμάται, ποιον κλέφτη, τέλος, σε βαθύ κοιτώνα χάλκινο, πνιγμένον στα λινά και κλαίει—

και να τον συμπαθείς, προπάντων να τον συμπαθείς, αγαπητέ Αρθούρε ή Αλφόνσε.


Τζένη Μαστοράκη
[πηγή: http://mastorakilfh2007.blogspot.gr/]