Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

[Για την Περσεφόνη, 
επηρεασμένο απ' τα γεγονότα, την διατριβή και διάφορα άλλα. 
Υπό δημοσίευση.]







Λευκή πεταλούδα, Φεύγουσα κόρη



θυμάμαι ακόμα την εικόνα της κόρης όταν τελικά έφυγε μέσα στο ξύλινο κουτί

(‘Αγέλαστος Πέτρα’, Φ. Κουτσαφτής)




Ο λόγος γίνεται για την Περσεφόνη που ξεπηδάει απ’ το ακέφαλο άγαλμα του Βρετανικού μουσείου, για να βρεθεί στην είσοδο ενός ταφικού μνημείου, δίνοντας αυτό που έλειπε στο κρυφό μας μάτι. Το πρόσωπο και τους βοστρύχους της απώλειας.


Στο ψηφιδωτό η Περσεφόνη βάφεται κόκκινη, και αυτό το αίμα δεν είναι αίμα θανάτου, αλλά μια περίεργη λάμψη που αφήνει αυτός που φεύγει στην χωμάτινη καρδιά μας. Η χθόνια θεά ‘φέρει φόνον’, δένοντας σφιχτά μ' ένα κυκλικό σύρμα τη ζωή, χωρίς εκείνη να μπορεί να ανασάνει εγκολπωμένη.


Η Κόρη ζει ανάμεσα στην γονιμότητα της μητέρας και στην αρπαγή απ’ τα χέρια του θανάτου. Ο Άδης, ‘το αιδές’, το κρυφό, συγκροτεί μια συστάδα τάφων. Είναι αυτό το κρύο αλλά οικείο σημείο που αυτός που φεύγει εισάγεται, αποκτώντας μια νέα πνοή, την πνοή του πνεύματος. Αυτός ο τόπος μαζεύει μέσα του τα πτώματα που αποσυντίθεται απ’ τη Δημήτρια παραγωγή. Καταδικασμένη στην αιώνια λήθη, η Περσεφόνη γίνεται το λευκό σήμα αυτού που έχει χαθεί και έχει πλαισιώσει με το θετικό του κενό τον εσωτερικό τόπο.


Η παρουσία της στον Άδη μετατρέπει την πτωμαΐνη σε χώμα γόνιμο και μεταλλάσσει τα συστατικά του υπεδάφους σε ζωογόνους σπόρους. Ακολουθεί τον νεκροπομπό, με το ένα της χέρι απλώνει προς την γη της ζωής, με το άλλο της χέρι αγκαλιάζει τον θάνατο. Το βλέμμα της όμως κινείται προς την επάνω οδό, εκείνη που με αυτό το άρμα αφήνει για να ξαναβρεί με την επάνοδό της την άνοιξη.


Τα μάτια της Περσεφόνης είναι ορθάνοιχτα. Ορθάνοιχτα κι ευάλωτα. Το σιωπηλό της άλγος, η μεταθανάτια αυτή μαγεία απ’ τα ποτάμια της Αττικής, τις ζωφόρους της Ελευσίνας, την παρηκμασμένη πόλη, το χριστιανικό εκκλησάκι στο ύψος του αρχαίου χώρου, την έχουν ήδη αφοπλίσει.


Η απώλεια της Περσεφόνης δεν κούρασε κανένα. Αντίθετα λειτούργησε ευεργετικά. Θυσιασμένη στην αιώνια κυκλικότητα, έδωσε σε αυτούς που την έχασαν ένα παντοδύναμο θράσος, μια παράλογη απαίτηση για ζωή, ώστε κάτι να χτιστεί, μεταφρασμένο, πέρα απ’ την καταστροφή.


Η Περσεφόνη θα μπορούσε να είναι ένα πετούμενο, μία κινητήριος ορμή ή η ψυχή που ενσαρκώνεται στην μορφή της πεταλούδας και ντύνει με την σιωπηλή παρουσία της τις ημέρες. Θα μπορούσε να είναι μια μηχανή εν κινήσει, το ιμάτιο που θα φορεθεί απ’ τους επόμενους, ή ακόμα, το μοτεράκι που συγκρατεί τις αρτηρίες μας απ’ την έκρηξη.


Η Περσεφόνη είναι μία βιοτική ουσία που αποδεικνύει ότι η ψυχή δεν σπαταλιέται σε υλικά σώματα, αλλά ζει μέσα απ’ τις διαφορετικές μορφές της. Συντάσσει το νερό της μνήμης, που σε μια πορεία ανακύκλωσης, αναλώνεται μέχρι να στάξει στην επόμενη φύτρα την ζωογόνο δύναμη. Είναι αυτή η Κόρη που σιωπηλή κοσμεί το άρμα με το εκφραστικό της βλέμμα και δίνει στους θεατές την πίστη ότι ο θάνατος δεν συνέβη ποτέ, γιατί εκείνος που έφυγε στέκει σαν λευκή πεταλούδα μέσα στο υψηλό βλέμμα που μας ξεφεύγει.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Μάνος Χατζιδάκις (23 Οκτωβρίου 1925 – 1994)

https://www.youtube.com/watch?v=k6XjLxDldqU

'Σήμερα το βράδυ γεννήθηκα.
Απόψε δεν είχα καιρό ν' ακούσω μουσική.
Έπρεπε να γνωρίσω τη μητέρα μου και τον πατέρα μου.'

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ανεβαίνοντας στις πιο ψηλές στέγες, σκαρφαλώνοντας στα πιο άσπρα μπαλκόνια, πατώντας στα πιο πράσινα φύλλα, σ' ανάβω το βράδυ το γαλάζιο φεγγάρι, λυγίζω τη νύχτα τις καλαμιές με τ' αστέρια στη μεριά που κοιμάσαι.

Ε. Χ. Γονατάς, από την 'Κρύπτη'

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014





Το θηρίο, με την ανάσα του Goya,
αναπτύσσεται κυρίως τη νύχτα.
Όπως όλα τα άδηλα νεύματα,
όπως οι απροσδιόριστοι φόβοι,
όπως οι απροσδιόριστοι φόβοι.

Εγεννήθη την εποχή που οι φτέρες
αποκτήσαν τη βασιλεία του κόσμου.
Κι έφτασε ακμαίο στις μέρες μας,
σαν υπόνοια και σαν οφθαλμαπάτη,
σαν υπόνοια και σαν οφθαλμαπάτη.

Αρχές Αυγούστου του 2000 και κάτι,
την αλυσίδα του είδα, σπασμένη.
Να χτυπιέται σα φίδι φαρμακερό,
στην κεραία απάνω στον αφέντη,
στην κεραία απάνω στον αφέντη.

Ίσως κι άλλοι τυχεροί σαν κι εμένα,
ψηλαφίσαν την καρδιά του θηρίου.
Και γνωρίζουν τον τρόπο που γεύεται
την αβάσταχτη χαρά του να υπάρχεις,
την αβάσταχτη χαρά του να υπάρχεις.

Το σαλόμ συχνά κρατιέται απ' τα δέντρα,
και χορεύει στο ρυθμό του αέρα.
Στα λιθάρια ξύνει την πλάτη του,
και αγνοεί, ή αγαπά τους ανθρώπους,
και αγνοεί, ή αγαπά τους ανθρώπους.

Κι αφού μ' αρέσει να ονομάζω τα είδη,
θηρίο του καλοκαιριού το λέω.
Γιατί εξαντλεί τα αγιοκλίματα,
και τα ασβεστώματα σαν τίντα κιτρινίζει,
και τα ασβεστώματα σαν τίντα κιτρινίζει.

Το θηρίο με την ανάσα του Goya,
μια ανάσα να την πιείς στο ποτήρι.
Σαν αψέντι ζυμωμένο στο έρεβος,
μας παραλύει με μεγάλη ευκολία,
μας παραλύει με μεγάλη ευκολία.

Όλους εμάς τους ετοιμόρροπους τύπους,
που απ' τα αδιόρατα σκιρτήματά μας,
οι γητευτές παράγουν γλωσσίδια,
ονομαστά για τις καμπάνες του πόθου,
ονομαστά για τις καμπάνες του πόθου.


[Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μαζί με τους λύκους του αναλυόμενου του Freud. Τους λύκους- θηρία.]
[Μέσα σε μια περίεργη πρωινή διάθεση, το παρακάτω ποίημα μου θύμισε θρύλο, οιωνό θρησκευτικής προέλευσης, ακόμα και δηλητηριώδες μανιτάρι με απίστευτα χρώματα κι υδρορροές στο δάσος]

Εισαγωγή

Κάτω απ' το φλεγόμενο μανιφέστο της ελευθερίας
ξεκίνησαν και άρχισαν να μεταναστεύουν όλα τα χρώματα
κουβαλώντας σ' ένα πορσελάνινο πιάτο
την καρδιά του ανθρώπου.
Όλες οι μεγάλες φωτοσκιάσεις και οι παλμοί
γνωρίζοντας πως είχε υπάρξει ζωή
όμως το έρεβος είναι η μεγαλύτερη αισθητική θεωρία
το μηδέν απ' όπου ανάβλυσε όλη η ουσία
κι η ποικιλία της ύπαρξης.
Το τίποτα της ψυχής σαν ένα ταμπούρλο
της στιγμής που κυλά χωρίς να τ' ακούει κανένας.
Η άκρη του καιρού μια εναλλασσόμενη βλάστηση
που προσπαθεί να καρποφορήσει το ιδανικό
στις ρωγμές της πραγματικότητας.
Σ' ένα διάστημα όπου κάθε ιδέα μπορεί να ντυθεί
τη δική της ισχύ ανοίγοντας τα αρώματα
ενός εραστή ήλιου που μεταμορφώνει το κόκκαλο
σε χαλαζία και τιρκουάζ.
Αυτός είναι ο καιρός μας.
Και τώρα η ώρα των διακυμάνσεων σ' έναν πλανήτη 
σε μια αιώνιοτητα πυροβολημένη
που κυλάει στις φλέβες μας ο αιμάτινος χείμαρρος
της αβύσσου.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να διαβάσει τα ίχνη
στην απεραντοσύνη των πρώτων γραμμάτων
το μήνυμα που φτάνει σφραγισμένο
τη χρεία του ανθρώπου και της αργής
κατολίσθησης της ράτσας και της μεγάλης ζέστης
που σχημάτισε τη λάσπη του πνεύματος.
Ντυμένος τον κίνδυνο και την ανάγκη
κυκλωμένος από μεγαθήρια δίχως μια κάποια
μέθοδο επικοινωνίας.
Αλλά το Ευαγγέλιο πέρασε
το σφυροδρέπανο πέρασε
όλα πέρασαν κι η φυλή των νεκρών που τραγούδησε
το κρύο αίμα, μακριά από κει που ακούστηκαν
κάποτε τραγούδια σαν κεραυνοί.
Τώρα πια σωπαίνει η γη διπλώνοντας
δυο σιδερένιες φτερούγες
κι απ' τα βρόχια του θανάτου
κι απ' την στέγνια της εποχής ανεβαίνουν
οι ήχοι όλων των φυτών σαν τερατώδη μουγκρητά
αόρατων τρομερών κυκλώπων
κι οι μεγάλοι παγκόσμιοι αλαλαγμοί
αυτού του μυστικού υπόγειου θιάσου.

Λευτέρης Πούλιος, απ' τον Γυμνό Ομιλητή.