Ο πόλεμος που δεν ονομάζεται
Τον πόλεμο δεν μπορούμε να τον ζήσουμε όπως είναι. Μόνο να τον παρακολουθούμε μπορούμε στα μέσα, να τον παρατηρούμε σαν θέαμα, αναλύοντάς τον και χτίζοντας λέξεις γύρω του. Κι αυτό δεν είναι κακό, αλλά αντίθετα ενεργεί σαν ένας τρόπος συνηγορίας με αυτόν που υποφέρει και είναι μακριά. Μιλάμε για πόλεμο, μιλάμε τον πόλεμο, κι έτσι ο παλμός του έχει γίνει ο δικός μας.
Εάν ο πόλεμος μπορούσε να αναπαρασταθεί με λέξεις, ίσως οριζόταν ως η ενεργητική πλευρά του θανάτου. Εάν δηλαδή ο θάνατος είχε χέρια και πόδια, η πράξη του θα ήταν πόλεμος, σε αντίθεση με την παθητική του πλευρά, το φυσικό θάνατο, τη φυσική ανάσα της ζωής. Ο πόλεμος είναι η παραβίαση αυτής της φυσικής ανάπαυσης. Κάθε φυσικός μηχανισμός παύει να λειτουργεί, σαν το πόδι που αποσυντονίζει τη μετρική αρμονία στο δρόμο των μυρμηγκιών.
Επιπλέον, κάθε φυσικός θάνατος ενέχει ένα όνομα. Πέθανε ο τάδε, ο πατέρας του τάδε, ο γιος του τάδε. Δημιουργείται ένα κενό που θα μείνει ως έχει, γιατί η απουσία αυτή έχει διαμορφωθεί και εγγραφεί. Ετσι εκείνος που χάνεται αποκτά μνήμη και ιστορία στο μυαλό αυτού που μένει πίσω.
Στον πόλεμο δεν έχουν σημασία τα ονόματα. Κανέναν στην ουσία δεν τον νοιάζει ποιος πέθανε και από τι. Στον πόλεμο σημασία έχουν μόνο τα νούμερα. Οι απολεσθέντες έχουν γίνει ένα με το συμβάν, ή αλλιώς το συμβάν τούς ρουφάει όλη τη δόξα. Ετσι ο πόλεμος στην ουσία δεν έχει όνομα και αφαιρεί το όνομα που ο κάθε θάνατος δικαιούται.
Ο πόλεμος είναι ευνουχιστικός. Σταματάει τη σκέψη. Δημιουργεί ένα κενό στην αντίληψη, και δεν αφήνει χώρο για σύμβολα, σχήματα και δημιουργία. Ενέχει μία δύναμη, που ανιχνεύει ό,τι πολεμικό συμβαίνει μέσα μας και το οικειοποιείται. Ετσι ο εξωτερικός πόλεμος είναι και εσωτερικός. Αφήνει κάτι ως παρακαταθήκη, κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με ονόματα ούτε με αναλύσεις ούτε με αίτια κι αποτελέσματα, αλλά με κάτι άλλο, όχι τόσο απτό. Γιατί όλοι μπορεί να ξεχάσουμε κάποια στιγμή το όνομα αυτού που μένει πίσω, ποιος όμως θα ξεχάσει τον πόνο του;
Ο πόλεμος αφήνει πίσω του ανθρώπινο πόνο. Είναι το κατακάθι απ' το αγκάθι της πληγής. Αφήνει μια πληγή ανοιχτή, ένα κενό που δεν γεμίζει με τίποτα. Σε αφήνει εκεί αποσβολωμένο να θεάσαι, κλείνοντας μέσα σου μια γιγάντια σφαίρα λύπης, σαν να έχεις καταπιεί απ' το μπουκαλάκι του θανάτου λίγο νερό.
Κι έτσι μετά έρχονται τα λόγια, η ανάγκη να τον ονομάσουμε, να τον αναλύσουμε, χτίζοντας γύρω του και γύρω μας θωρακισμένο τείχος. Ετσι ελέγχουμε τις παραφύσεις του με την ελπίδα ότι αυτό το θανατικό έχει γίνει κάπως πιο ελεγχόμενο μέσα μας.
Αυτό το θανατικό όμως έχει αυτονομία. Η πλοκή του προχωράει από μονή της και οι αναλύσεις μας περί πολέμου είναι σαν το χορικό που πλαισιώνει αυτήν την πλοκή. Είναι μια αφανής συμμαχία μεταξύ μας, το σωσίβιο για το κύμα που αφοδεύει κόσμο, εκείνο το παραγωγικό διάλειμμα άνωσης ενώ επιπλέεις στην κόκκινη θάλασσα του ίδιου ματωμένου κεφαλιού.
Ετσι, όσο κι αν μέσα απ' τα λόγια μας ο πόλεμος πλαισιώνεται, στην ουσία μόνο μέσα απ' τα ψυχικά μας δάχτυλα μπορεί να αγγιχτεί και να ονομαστεί. Κι αυτό γιατί υπάρχει κάτι πέρα απ' τα στοιβαγμένα στάχυα του πολέμου. Υπάρχει κι αυτό που αντιλαμβάνεσαι όταν τα ακουμπάς με τις αισθήσεις σου. Οτι είναι στάχυα μουσκεμένα απ' τα δάκρυα εκείνου του πόνου του ανώνυμου, του αστοιχείωτου, που ως βουητό ή νοσταλγικό μουσικό χαλί συνοδεύει πίσω και πέρα απ' τα γεγονότα».
χκ
Τον πόλεμο δεν μπορούμε να τον ζήσουμε όπως είναι. Μόνο να τον παρακολουθούμε μπορούμε στα μέσα, να τον παρατηρούμε σαν θέαμα, αναλύοντάς τον και χτίζοντας λέξεις γύρω του. Κι αυτό δεν είναι κακό, αλλά αντίθετα ενεργεί σαν ένας τρόπος συνηγορίας με αυτόν που υποφέρει και είναι μακριά. Μιλάμε για πόλεμο, μιλάμε τον πόλεμο, κι έτσι ο παλμός του έχει γίνει ο δικός μας.
Εάν ο πόλεμος μπορούσε να αναπαρασταθεί με λέξεις, ίσως οριζόταν ως η ενεργητική πλευρά του θανάτου. Εάν δηλαδή ο θάνατος είχε χέρια και πόδια, η πράξη του θα ήταν πόλεμος, σε αντίθεση με την παθητική του πλευρά, το φυσικό θάνατο, τη φυσική ανάσα της ζωής. Ο πόλεμος είναι η παραβίαση αυτής της φυσικής ανάπαυσης. Κάθε φυσικός μηχανισμός παύει να λειτουργεί, σαν το πόδι που αποσυντονίζει τη μετρική αρμονία στο δρόμο των μυρμηγκιών.
Επιπλέον, κάθε φυσικός θάνατος ενέχει ένα όνομα. Πέθανε ο τάδε, ο πατέρας του τάδε, ο γιος του τάδε. Δημιουργείται ένα κενό που θα μείνει ως έχει, γιατί η απουσία αυτή έχει διαμορφωθεί και εγγραφεί. Ετσι εκείνος που χάνεται αποκτά μνήμη και ιστορία στο μυαλό αυτού που μένει πίσω.
Στον πόλεμο δεν έχουν σημασία τα ονόματα. Κανέναν στην ουσία δεν τον νοιάζει ποιος πέθανε και από τι. Στον πόλεμο σημασία έχουν μόνο τα νούμερα. Οι απολεσθέντες έχουν γίνει ένα με το συμβάν, ή αλλιώς το συμβάν τούς ρουφάει όλη τη δόξα. Ετσι ο πόλεμος στην ουσία δεν έχει όνομα και αφαιρεί το όνομα που ο κάθε θάνατος δικαιούται.
Ο πόλεμος είναι ευνουχιστικός. Σταματάει τη σκέψη. Δημιουργεί ένα κενό στην αντίληψη, και δεν αφήνει χώρο για σύμβολα, σχήματα και δημιουργία. Ενέχει μία δύναμη, που ανιχνεύει ό,τι πολεμικό συμβαίνει μέσα μας και το οικειοποιείται. Ετσι ο εξωτερικός πόλεμος είναι και εσωτερικός. Αφήνει κάτι ως παρακαταθήκη, κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με ονόματα ούτε με αναλύσεις ούτε με αίτια κι αποτελέσματα, αλλά με κάτι άλλο, όχι τόσο απτό. Γιατί όλοι μπορεί να ξεχάσουμε κάποια στιγμή το όνομα αυτού που μένει πίσω, ποιος όμως θα ξεχάσει τον πόνο του;
Ο πόλεμος αφήνει πίσω του ανθρώπινο πόνο. Είναι το κατακάθι απ' το αγκάθι της πληγής. Αφήνει μια πληγή ανοιχτή, ένα κενό που δεν γεμίζει με τίποτα. Σε αφήνει εκεί αποσβολωμένο να θεάσαι, κλείνοντας μέσα σου μια γιγάντια σφαίρα λύπης, σαν να έχεις καταπιεί απ' το μπουκαλάκι του θανάτου λίγο νερό.
Κι έτσι μετά έρχονται τα λόγια, η ανάγκη να τον ονομάσουμε, να τον αναλύσουμε, χτίζοντας γύρω του και γύρω μας θωρακισμένο τείχος. Ετσι ελέγχουμε τις παραφύσεις του με την ελπίδα ότι αυτό το θανατικό έχει γίνει κάπως πιο ελεγχόμενο μέσα μας.
Αυτό το θανατικό όμως έχει αυτονομία. Η πλοκή του προχωράει από μονή της και οι αναλύσεις μας περί πολέμου είναι σαν το χορικό που πλαισιώνει αυτήν την πλοκή. Είναι μια αφανής συμμαχία μεταξύ μας, το σωσίβιο για το κύμα που αφοδεύει κόσμο, εκείνο το παραγωγικό διάλειμμα άνωσης ενώ επιπλέεις στην κόκκινη θάλασσα του ίδιου ματωμένου κεφαλιού.
Ετσι, όσο κι αν μέσα απ' τα λόγια μας ο πόλεμος πλαισιώνεται, στην ουσία μόνο μέσα απ' τα ψυχικά μας δάχτυλα μπορεί να αγγιχτεί και να ονομαστεί. Κι αυτό γιατί υπάρχει κάτι πέρα απ' τα στοιβαγμένα στάχυα του πολέμου. Υπάρχει κι αυτό που αντιλαμβάνεσαι όταν τα ακουμπάς με τις αισθήσεις σου. Οτι είναι στάχυα μουσκεμένα απ' τα δάκρυα εκείνου του πόνου του ανώνυμου, του αστοιχείωτου, που ως βουητό ή νοσταλγικό μουσικό χαλί συνοδεύει πίσω και πέρα απ' τα γεγονότα».
χκ
(δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία: http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.columns&id=443645)