Όλο και πιο συχνά έχεις την αίσθηση πως γράφεις ποιήματα για να καταλάβεις όλη την ποίηση που σου διαφεύγει. Εκείνο το κομμάτι που αποφεύγει ορισμούς και προθέσεις, εκείνο το περίπου που μεταμορφώνει την καταγωγή και τα όρια του καθημερινά, επιβάλλοντας μια άγνοια και μια απορία που συνορεύει λυτρωτικά με την αθωότητα και το όλο και πιο απλό. Εξαγνισμένοι από βεβαιότητες αναζητούμε την επανάληψη του αναπάντεχου, ένα άγνωστο ακαριαίο, εκείνο το κάτι με τα φτερά της Έμιλυ Ντίκινσον, εκείνο που πάντα θα μας διαφεύγει.
Και προσπαθείς να γράψεις (γιατί το γράψιμο είναι πάντα προσπάθεια μακριά από το συντελεσμένο, ένα έναρθρο αγχομαχητό) ψάχνοντας το άξαφνο κουκούτσι, ενώ ξεφλουδίζεις τις μέρες σου. Πάνω από το άδειο χαρτί, ο ποιητής κρατά τη γραφίδα όπως ο τυφλός το λευκό του ραβδί. Ιχνηλατώντας βήματα που σου θυμίζουν περασμένες διαδρομές, οικεία τοπία καλυμμένα με ένα πρόχειρο σκοτάδι, την αφή του κόσμου πάνω στο δέρμα της φωνής σου. Ο ποιητής γίνεται ο διαβάτης που χρησιμοποιεί όλους τους χάρτες για να χαθεί, ανακατεύει τα σημεία του ορίζοντα, αφημένος στο μεθυσμένο δείκτη της πυξίδας. Και η ποίηση είναι εκείνο το λίγο που γίνεται πολύ, όταν το πολύ δεν φτάνει.
Μέσα στην φλυαρία των πιο άγαρμπων ημερών, των σημερινών μας ημερών, αναζητούμε μια ποίηση που θα ξεφύγει από την γραμματική και το συντακτικό των βιβλίων, των περιοδικών, της λογοτεχνίας, μια ποίηση αναγκαία. Μια λέξη και έναν στίχο που θα τρέξει από το μελάνι ξανά πίσω στο αίμα.
(στο περιοδικό 'ποιητικά', στην ερώτηση: Τι είναι ποίηση;)