Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Ένα παλιό μου ποίημα, δημοσιευμένο στο περιοδικό Βακχικόν, με μια μικρή διόρθωση. Ευχαριστώ την φίλη που μου το επεσήμανε.


η ανάγκη

Μία ποίηση χρειάζομαι να σύρει τη λήθη μου στο βάθρο
στο ακροκέραμο της μοναξιάς να ξεχνιέμαι αγαθός
μία ποίηση να μου ραντίζει τις αισθήσεις
και το στήθος να μου πλακώνει ζυγισμένο σε μνήμη
μια ποίηση χρειάζομαι να με βουρκώνει μέσα στις ποιήσεις


χκ

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014


[Το τελευταίο ποίημα του Κωστή Παλαμά, εντός του Β' παγκοσμίου πολέμου]

Ἡ νίκη


Παιδιά μου ὁ πόλεμος,
γιὰ σᾶς περνάει θριαμβευτής·
τῶν ἄδικων ὁ πόλεμος
δὲν εἶν᾿ ἐκδικητής
εἶναι ὁ θυμὸς τῆς ἄνοιξης
καὶ τῆς δημιουργίας;

Κι᾿ ἂν εἶναι, καὶ στὸν πόλεμο
μέσα ἡ ζωὴ θυσία,
ὁ τάφος εἶναι πέρασμα
πρὸς τὴν Ἀθανασία!

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014


Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.


Μανώλης Αναγνωστάκης

[έφυγε σαν σήμερα]

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

[Πρόταση από το (.POEMA..) , στο Ποίημα της Εβδομάδας.

Ποίηση Γ. Ψάλτη από τη συλλογή Παναγίες Ελένες, Ικαρός 2014]



ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

ΙΑ.


Το σημείο προκύπτει, αρχίζει ως γραμμή, τεντώνεται
κάποιες φορές πολύ - οπότε σπάει˙ όμως τις περισσότερες
απλώνεται ώσπου ήσυχα παίρνει ξανά μορφή σημείου˙ σκιάς
που παραμένει φωτισμένη.
Είναι καθοριστική η ησυχία.
Η απλωμένη γραμμή δεν χρειάζεται χάδια ή παρηγοριές˙
την τσαλακώνουν. Εμείς κοιτάμε τη γραμμή με ενοχές
που μαυρίζουν σε όσα δεν έχουν πια σημασία,
καθότι είναι δικές μας - όχι δικές της. Ποτέ δεν ήταν.
Οι σκιές συνεννοούνται αιωνίως.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014


Ίσως αυτή να είναι
Η τελευταία μέρα της ζωής μου.
Το χέρι το δεξί μου σήκωσα τον ήλιο χαιρετώντας.
Μα δεν τον χαιρετούσα για αντίο.
Ήμουν χαρούμενος
Που να τον δω ακόμα μια φορά μπορούσα.
–Αυτό ήταν όλο.


Fernando Pessoa,
μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης

[Fernando Pessoa, Ποιήματα, εισαγωγή-μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Printa: Ποίηση για Πάντα, 2007.]

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

James Wright

Βροχή

Είναι το βύθισμα των πραγμάτων.
Φώτα που αναβοσβήνουν περιφέρονται πάνω από σκοτεινά δέντρα,
Κοπέλες γονατίζουν,
Μιας κουκουβάγιας τα βλέφαρα κλείνουν.
Τα θλιμμένα κόκαλα των χεριών μου βουλιάζουν σε μια κοιλάδα
Παράξενων βράχων.


Ποίημα στην ανθολογία Ποιητές του κόσμου,
επιλ.-μτφρ.: Γιάννης Λειβαδάς, Ομάδα Νεανικής Πολυέκφρασης Αρκαδίας 2007

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014


Ataxia- Live Jam (Audio Only)

https://www.youtube.com/watch?v=juYRhVF74Dk

Ataxia was a short-lived American experimental rock band formed in 2004 by guitarist John Frusciante (Red Hot Chili Peppers), bassist Joe Lally (Fugazi) and drummer Josh Klinghoffer (Red Hot Chili Peppers, Dot Hacker, The Hacker, The Bicycle Thief), who later succeeded Frusciante as the lead guitarist of the Red Hot Chili Peppers.

Ataxia wrote and recorded songs for two weeks, and the material was separated into two albums: Automatic Writing (2004) and AW II (2007). The songs all feature a ground-bass line with the guitar overlaying different motifs and long developments. In March 2008, Lally described the band's writing process:


"The songs would be initiated by me settling into a bass line. While the bass line was forming Josh would be playing and John would start to do something - with a few minutes, with a beat, I’d just keep going. There were no thoughts to it being the 'end product', a recording, but it led to that. The goal was just to see how quickly we could work music into place - I think it was a really interesting exercise for [Frusciante and Klinghoffer]. [...] The project really was just to be a show, not a recording, and no one would ever hear it again."


[πηγή: wikipedia]

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Σαν ξύπνησα
Dylan Thomas



Σαν ξύπνησα, η πόλη μίλησε.
Πουλιά και ρολόγια κι εγκάρσιες καμπάνες
βούιζαν πλάι στο κουλουριασμένο πλήθος,
ακόλαστοι με ουρά στην πυρά,
ζιζάνια και τελώνια του ύπνου,
η διπλανή θάλασσα αφάνιζε
βατράχους και σατανάδες και γυναικείους οιωνούς,
ενώ έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι,
ώς την κορφή μες στο αίμα του,
καρατομούσε το πρωινό,
ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
με τη γυριστή γενειάδα του από κάποιο βιβλίο,
λειάνιζε το τελευταίο φίδι σαν
να 'ταν ραβδί ή λεπτό κλαρί,
με τη γλώσσα του γδαρμένη στο γύρισμα ενός φύλλου.
Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός της κλίνης, το καλό και το κακό,
μετά από ένα νίψιμο περίπατο,
την ακατάσχετη ανάσα θανατικής καταπληξίας
μαμούθ και θάνατο
τη γη όλων.
Εδώ που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα κι οι βάρκες σαν πάπιες
άκουσα, τούτο το πρωινό, ξυπνώντας,
αλλιώτικη από τους θορύβους της πόλης
μια φωνή στον ορθωμένο αέρα,
διόλου προφητική απότοκο δική μου,
να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου.
Χρόνος ανύπαρκτος, είπαν τα ρολόγια, Θεός ανύπαρκτος, σήμαναν οι καμπάνες,
τράβηξα τα λευκά σεντόνια πάνω από τα νησιά
και τα νομίσματα πάνω στα βλέφαρά μου κροτάλισαν σαν όστρακα.


Κυριακή 1 Ιουνίου 2014



2 νέα μου ποιήματα στο e-poema (21ο τεύχος) για την άνοιξη που σήμερα έφυγε..

(http://www.poema.gr/poem.php?id=553&pid)


Προετοιμασία για την άνοιξη

Τώρα που πονέσαμε τις σωματικές μέρες του χειμώνα
στα γλαυκώματα που μετακινήσαμε την τύφλωση
και αποτυπώσαμε το αρνητικό με γυμνά χέρια
Τώρα που πριονίσαμε το αίσθημα της πείνας
που θανατώσαμε τους σκυφτούς
και το λαρύγγι στέγνωσε κι εξουθενώσαμε τη μέρα
Αυτή τη στιγμή που αποστάξαμε κάθε προοπτική κι ό,τι έχει σχέση με το μέλλον
είναι ώρα να κρατήσουμε τον καπνό στα ρουθούνια
Στην περίοδο του εγγενούς μεταβολισμού
να ορθωθεί το πετσί μας
μέχρι να εκπνεύσουμε τον χαλύβδινο ατμό της κίνησης
πάνω στις τραχιογραμμές
Μονάχα αυτόν!
Που θα γεμίζει τα κόκκαλα των εκτάσεων
στη ζέση του πόνου του άλλου



Ενα αίσθημα

Σταματήσαμε να μιλούμε για έρωτα
ήταν και αυτός λίγος μπροστά στην αναγκαιότητα
ο λόγος μας έγινε κούφιος, ξεδιψούσε με το σάλιο
τα μέταλλα των αναμνήσεων έλιωσαν στα χέρια μας
μαράθηκαν ακόμη και τα δάκρυα
και στα είκοσι μοιάζεις τριανταπέντε και πενήντα

Η φωνή έγινε σάρκα
φλεγόμενη μηχανή
μονομερής και έμβολο εποχών
Ξεχάσαμε πώς είναι να φιλάς
ξαπλωμένος στης θάλασσας τη γλώσσα
πώς ήμαστε με τα μάτια ξέθωρα
με τους καταρράκτες ανάμεσα στα πόδια
πώς ξαγρυπνούσαμε με τη ζωηράδα του κουνουπιού
πώς ήταν όταν γράφαμε κάτι μεγάλο
κι άγριο

Και τώρα πια πτυσμένοι στου κόσμου τα κατάρτια
μας φύσηξαν από το χωνί το ομοούσιο της τρέλας
απ' της Αστάρτης την πηγή
και στου νερού τις κλειστές πόρτες
λιμνάσαμε επιχείλια της ευτυχίας
ξεψυχισμένοι από το χάος
γνέφοντας από μακριά
στη ζωή απέναντι