Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Οι πόνοι της Παναγίας
Κώστας Βάρναλης


Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
[…]
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Το μυστικό του δείπνου

Γ. Βαρβέρη

Αφού το Πάσχα τέλειωσε
ύστερα από μια τέτοιαν εβδομάδα
κάθισαν όλοι οι μαθητές
γύρω απ’ τον Κύριο
να ξεκουραστούν και να ξαναδειπνήσουν.
Κανείς δεν είχε διάθεση
για φαγητό και για κουβέντες
τα σκέπαζε όλα μια σεπτή κατήφεια
ανάμεσα σε απορία και τύψη.
Και είπεν ο Κύριος:
“Παιδιά μου
το ξέρω πια πως όλοι σας
απόστολοι κι απλοί πιστοί
μ’ έχετε κάποτε προδώσει.
Εκτός απ’ όσους
μετέτρεψαν σε ομηρία την πίστη
διεκδίκησαν εκ του ασφαλούς τη βασιλεία
φοβήθηκαν και δεν εμπιστευθήκαν το έλεος
και βίαια ταπείνωσαν εαυτούς για να υψωθούνε.


Ενάρετοι κι αμαρτωλοί λοιπόν, παιδιά μου
όλοι μια μέρα θα συγχωρεθούν
εκτός απ’ τους δειλούς εκείνους
που δεν τολμήσανε να με προδώσουν.

Σήμερα το χκ κλείνει 1 χρόνο ζωής. Ένα ποίημα 'εορταστικό' και κάπως επίκαιρο 
από τις κερασιές:


Ο δρόμος με τα κόκκινα δέντρα


Το μοναστήρι κάθεται στην κορυφή της πλαγιάς με τα

μήλα και τα υπόλοιπα, συγγενικά, αγαπημένα και πα-

νάγαθα φρούτα. Σήμερα είναι μια διαυγής, χειμωνιάτικη

μέρα. Τα βήματα μουλιάζουν στο μπετόν και τα πόδια

μου γίνονται γκρι από πάνω ώς κάτω λερώνοντας τα

όνειρα των προσκυνητών. Οι λεύκες με συντροφεύουν,

τρέχουν συχνά μπροστά και σφυρίζουν ανέμελα ένα ρυθ-

μικό εμβατήριο. είναι αγγελικές. Στάζουν αίμα και οι

ώμοι τους αγγίζουν τον ουρανό. περπατώ ευθυτενής.

Αποφεύγω τα πουλιά που πετούν ψηλά και δεν τα

φτάνω ούτε στις μύτες. Τα ερπετά που σέρνονται λίγο

πιο πάνω απ’ την υπόληψή μου. Χαιρετώ τις πεταλού-

δες με το μέτωπο καθαρό, αφού ξέρω ότι δεν έζησαν

χθες για να δουν τα αίσχη μου. εκεί που θα πάω, σκέ-

φτομαι, θα ακουμπήσω τον ουρανό κι εγώ μαζί με όλα τα

στοιχειά της φύσης. Θα ξυπνάω το πρωί μ’ ένα αγιό-

κλημα στο στόμα και το βράδυ θα φυτεύω κισσούς να

ξορκίσω και το τελευταίο, ανθρωπόμορφο υβρίδιο που

θέλει το κακό μου. Ροδίζουν τα μάγουλά μου, όχι από

ενοχή! μα η βροχή χθες βράδυ ήταν πολύ κομψή, φο-

ρούσε κόκκινο κραγιόν και με φίλησε δυο αμαρτίες σταυ-

ρωτά. Ξεκουμπώνω το πουκάμισο να φουσκώσει το

στήθος λίγο ανάταση. Οι λέξεις φόρεσαν παλτό και βγή-

καν ξεσκούφωτες. Θα μου παγώσουν... Και πώς θα προ-

σεύχομαι… Ένας περαστικός με παχιά δάχτυλα μου

έριξε μια ματιά. Απορώ γιατί δε ζήτησε αντάλλαγμα.

Θα έδινα όλη μου την αγιότητα για λίγα κεράσια, σκέ-

φτηκα. Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επα-

νάσταση. μήπως να γυρίσω πίσω. Όχι. Τα βήματα με

προλαβαίνουν σε κάθε ανηφόρα. Οι μοναχοί θα δει-

πνήσουν στις εφτά κι ο θεός αργότερα. Δεν θα προλάβω

και μου ‘ρχεται να κλαίω. Το παραλήρημα συμβαίνει

πριν το δείπνο. Οι πάλλευκες λεύκες μου ροκανίζουν

τα σωθικά με πόνο. Το άσπρο είναι απειλητικό για έναν

καλόγερο. Θα ντύσω τις αγαπημένες μου λεύκες πορ-

φύρα από ροδόνερα. εξάλλου, ως γνωστόν, το κόκκινο

σερβίρει μόνο ψευδαισθήσεις. Θα πέσω στο πιο κο-

ντινό χαντάκι, για να με βρουν γρήγορα και να με θά-

ψουν μαζί με τις εικόνες και τα αίματα. Θα ξαπλώσω

και θα πάρω θέση αθάνατου. Θα σταυρώσω τα χέρια.

Τα παχιά δάχτυλα θα μ’ αγκαλιάσουν σφιχτά γύρω απ’

το λαιμό (που κρατάει με αφθαρσία ένα κεφάλι γεμάτο

όραμα από έναν πολύ πιο όμορφο παράδεισο). Το κόκ-

κινο δεν είναι πουθενά, μόνο στις αμαρτίες. περπατάω

ευθυτενής ώς το τέλος.

Έφτασα. Έχω γεράσει δέκα χρόνια.


[Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επανάσταση, 2012]

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Μ. Τρίτη
Το Τροπάριο της Κασσιανής

Μεταγραφή Γ. Χειμωνάς



Κύριε,
Ἐγώ ἡ γυναίκα
ἡ μολυσμένη τῶν ἁμαρτιῶν
στά σπλάχνα μου αἰσθάνθηκα τήν θεότητά σου
κι ἔγινα μυροφόρος
Με ὀδυρμούς μῦρα
ἀκουμπῶ ἐμπρός ἀπό τόν τάφο σου
Ἄ Τά σπλάχνα μου ἡ νύχτα τά κατέχει
Μανία ἡ ἀκολασία μου
Σκοτάδι καί θάνατος τῆς σελήνης
ὁ ἔρως μου τῆς ἁμαρτίας
Πᾶρε τὰ μάτια μου μαζί μέ τά δάκρυά τους ἐσύ
πού ὅρισες ἡ θάλασσα νά κατάγεται ἀπό τα σύννεφα
Κλῖνε πάνω ἀπὸ τὸν στεναγμὸ
τὸν πιὸ βαθύ τῆς καρδιᾶς μου
Ἐσύ πού ἔκαμψες τούς οὐρανούς
γιά νά χωρέσει τό ἄφατο
Θέλω να φιλήσω τα πόδια σου τά ἀνέγγιχτα
καί νά τά προστατεύω
μέσα στίς θηλειές τῶν μαλλιῶν μου
Στό σούρουπο τοῦ παράδεισου ἡ Εὔα
τούς κρότους ἀκούει καί ταράζεται
τρόμαξε καί ἐκρύφτη
Σωτῆρα μου καί τῶν ψυχῶν σωτῆρα
Ποιός τό κουβάρι τῶν ἁμαρτιῶν μου
θά ἔρθει νά ξετυλίξει
Στῆς τιμωρίας σου τήν ἄβυσσο
ποιος πῶς νά κρατηθεί
Μήν ἀποστρέψεις τό βλέμμα σου ἀπό πάνω μου
Βλέπε με. Τήν δούλη σου
Ἐσύ πού εἶσαι τό ἔλεος

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014



Ο σουρρεαλισμός, όπως τον αντιμετωπίζω, διακηρύσσει αρκετά τον απόλυτο μη-κονφορμισμό μας ώστε να μη υπάρξει θέμα μετάφρασής του, στη διαδικασία του πραγματικού κόσμου. Δε θα μπορούσε, αντίθετα, να δικαιολογήσει παρά την πλήρη κατάσταση αφαίρεσης στην οποία ελπίζουμε να φθάσουμε εδώ κάτω. Η αφαίρεση της γυναίκας στον Kant, η αφαίρεση «των κόκκων» στον Pasteur, η αφαίρεση των αγωγών στον Curie, είναι προς αυτή την κατεύθυνση βαθύτατα ενδεικτικές. Αυτός ο κόσμος υπόκειται πολύ σχετικά στα μέτρα της σκέψης και τα συμπτώματα του είδους αυτού δεν είναι παρά τα επεισόδια, τα πιο χαρακτηριστικά μέχρι στιγμής, ενός πολέμου ανεξαρτησίας στον οποίο έχω την τιμή να συμμετέχω. Ο σουρρεαλισμός είναι η «αόρατη ακτίνα» που θα μας επιτρέψει μια μέρα να υπερισχύσουμε από τους αντιπάλους μας. «Δεν τρέμεις πια, σκελετέ». Φέτος το καλοκαίρι τα τριαντάφυλλα είναι γαλάζια· το δάσος είναι γυάλινο. Η γη τυλιγμένη στην πρασινάδα της μου προκαλεί τόσο μικρή εντύπωση, όσο κι ένα φάντασμα. Το να ζεις και να παύεις να ζεις είναι λύσεις φανταστικές. Η ύπαρξη βρίσκεται αλλού.

[André Breton, Μανιφέστα του σουρρεαλισμού, εισαγ.-μτφ.-σημ. Ελένης Μοσχονά, Βιβλιοπωλείο «Δωδώνη», Αθήνα 1972, σ. 29, 33-34 & 51. 

Η έμφαση στο τέλος δική μου.]

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Ναπολέων Λαπαθιώτης, ένα απ' τα δύο ανέκδοτα ποίηματά του που περιλαμβάνονται στην αδημοσίευτη μελέτη των Γιάννη Η.Παππά και της Μαρίας Φωτίου με όλα τα ευρεθέντα (δημοσιευμένα και αδημοσίευτα) μέχρι τώρα έργα του ποιητή, με εκτενή βιβλιογραφικά σχόλια, εισαγωγή, βιβλιογραφία και εκτενέστατο εργοβιογραφικό [Από το περιοδικό Αναγνώστης].


[Ο Ν.Λ. μου βγάζει κάτι μεταξύ ρεμπέτικου τραγουδιού και ηπειρώτικου μοιρολογιού]


[ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΟΘΛΙΜΜΕΝΑ…]
12/2/1908



Είναι γλυκοθλιμμένα τα ματάκια σου
Κι είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη!
Μέσ’ από το γλυκόλαλο χειλάκι σου
Ουράνιο μύρο αγάπης ανασαίνει…
Μακρυά σου τι με νοιάζει αν γλυκοχάραμα
Ροδίζει στα βουνά τα χρυσωμένα;
Αυγούλες κρυσταλλένιες και ολογάλανες

Τα μάτια σου μονάχα είναι για μένα!
Νύχτα και μέρα εγώδιψώτη μέθη τους,
Είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη
Ολόγλυκα η λαχτάρα μου και η θλίψη μου,
Σαν ίσκιος, μ’ ένα γέλιο σου πεθαίνει!
Υγράτα μάτια μου είναι απότα κλάματα…
Η νύχτες, τα φεγγάρια τα θλιμμένα,
Η θάλασσα, το φως, τα ροδοσύννεφα
Σιμά σου μοναχά, γλυκότρελόπαιδο,
Λάμπουν και φέγγουν κι είναι ωραία για μένα!…

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014



Θέλω να κρατάω τα μάτια σου σε κουμπαρά
Να βλέπεις μόνο τη μικρή σχισμή
Να σου θυμίζω τη γέννα σου

Θέλω ο κουμπαράς να είναι πήλινος
-ένα σωστό γουρούνι-
Να τον σπάω και να τοποθετώ τα μάτια σου
Σε περαστικούς

Θέλω να κάνω
Ολόκληρο στρατό
Από τυφλούς στρατιώτες.


Ηλίας Σεφερλής

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Αιώνες

Μακριά απ' την κοσμογονία,
με παρατήσανε μοναχό,
σαν πτώμα
ή κτήνος

Και περάσανε οι μέρες πάνω μου
στάχτη φέρνοντας και καπνό

Περνούσανε, κι από τον ύπνο
όπου επνιγόμουνα,
έβλεπα τα θολά τραγούδια
τα δάκρυα που είχαν γίνει ουρανός
και τη σιωπή του χρόνου


Γιώργος Σαραντάρης

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014



Είμαι τρομερά ζωντανεμένος, γεμάτος οδύνη, και νιώθω απόλυτη την ανάγκη να σε δω. Πρέπει να σε δω. Σε βλέπω απαστράπτουσα και θαυμάσια, και την ίδια στιγμή γράφω στη Τζουν και γίνομαι κομμάτια, αλλά μπορείς να με καταλάβεις. Πρέπει να με καταλάβεις, Αναΐς, και να σταθείς στο πλευρό μου. Είσαι παντού, ολόγυρά μου, σαν μια λαμπρή φωτιά. Ω, να ΄ξερες, Αναΐς, πώς νιώθω αυτή την ώρα... Θέλω να γνωριστούμε ακόμα πιο πολύ.Σ' αγαπώ. Σ' ερωτεύτηκα σαν ήρθες και κάθισες στο κρεβάτι μου -όλο εκείνο το δεύτερο απόγευμα μαζί σου ήταν μια ζεστή υγρασία- κι ακούω ξανά τον τρόπο με τον οποίο προφέρεις τ' όνομά μου - με την παράξενη προφορά σου. Μου ξυπνάς ένα τέτοιο μίγμα συναισθημάτων - δεν ξέρω πώς να σε πλησιάσω. Έλα, απλώς, κοντά μου, πλησίασέ με, κι όλα θα είναι όμορφα. Στο υπόσχομαι. Μ' αρέσει τόσο η εντιμότητά σου - μοιάζει, σχεδόν, με ταπείνωση. Ποτέ δεν θα μπορούσα να την πληγώσω. Τη νύχτα σκεφτόμουν ότι μια γυναίκα σαν εσένα θα 'πρεπε να παντρευτώ. Ή, μήπως, σκέφτομαι έτσι, επειδή πάντα στην αρχή ο έρωτας εμπνέει τέτοιες σκέψεις; Δεν φοβάμαι, ότι θα θελήσεις ποτέ να με πληγώσεις. Βλέπω ότι κι εσύ έχεις σθένος - αλλιώτικο απ' το δικό μου, πιο υπαινικτικό. Όχι, δεν θα σπάσεις. Είπα πολλές ανοησίες, είπα ότι είσαι εύθραυστη, ότι είσαι ευπαθής. Πάντα ήμουν λιγάκι αμήχανος. Αλλά, είμαι όλο και λιγότερο. Όλα θα εξαφανιστούν. Έχεις μια τόσο λεπτή αίσθηση του χιούμορ, και σε λατρεύω γι αυτό. Πάντα, θέλω να σε βλέπω να γελάς. Σου ανήκει το γέλιο. Σκεφτόμουν διάφορα μέρη που θα 'πρεπε να τα επισκεφτούμε μαζί. Μικρά, σκοτεινά μέρη, σκόρπια, εδώ κι εκεί, στο Παρίσι. Μόνο και μόνο, για να μπορώ να λέω, "εδώ ήρθα με την Αναΐς, εδώ φάγαμε, εδώ χορέψαμε, εδώ ήπιαμε μαζί". Α, να σ' έβλεπα κάποτε στ' αλήθεια μεθυσμένη, τι απόλαυση θα ήταν! Φοβάμαι που το λέω, Αναΐς, αλλά, σαν έχω στο μυαλό μου τον τρόπο που σμίγουν τα κορμιά μας, το πώς ανοίγεις τα πόδια σου, το πόσο υγρή είσαι, ω Θεέ μου, με πιάνει τρέλα σαν σκέφτομαι πώς είναι δυνατό να σβήσουν ποτέ αυτά... Χθες, σε σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν τα πόδια σου να μ' αγγίζουν, το δωμάτιο να καταρρέει, εγώ να πέφτω πάνω σου μέσα στο σκοτάδι και να μην ξέρω τίποτα πια. Σε σκεφτόμουν, και μούγκριζα και ανατρίχιαζα από χαρά. Αν το Σαββατοκύριακο περάσει δίχως να σε δω, θα μου είναι αβάσταχτο... Αν χρειαστεί, θα έρθω την Κυριακή στις Βερσαλίες - θα κάνω οτιδήποτε αρκεί να σε δω. Μη φοβάσαι, μήπως πρέπει να μου φερθείς ψυχρά. Μου είναι αρκετό να κάθομαι δίπλα σου, και να σε κοιτώ με θαυμασμό. Σ' αγαπώ, αυτό είν' όλο.


Από τo βιβλίο της Αναΐς Νιν Henry & June- εκδ. Σμίλη, σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη