Προς τιμήν του Οδυσσέα Ελύτη που γεννήθηκε σαν σήμερα ένα κείμενό μου για τον ποιητή, με αφορμή τη συζήτηση στη Λέσχη Ανάγνωσης Ποίησης του e-poema της 10ης Φεβρουαρίου 2011, δημοσιευμένο επίσης στο τεύχος 13 του περιοδικού (http://www.poema.gr/leshitext.php?id=16&pid=26):
Ηταν κάποτε ελάχιστος χειμώνας όταν τα μάτια του κλεισμένα σε αστικό κελί 50 τ.μ. αναρτούσαν στον τοίχο αφίσες από τη θάλασσα και το μικρό δωμάτιο άφριζε από φως. Ο λόγος για τον Οδυσσέα ναυαγό Ελύτη, που μέσα από την αρρενωπή ντροπαλότητα, χαζεύει από τα τζάμια τη γύμνια κι ρέει αίμα στις φλέβες του. Το αίμα αυτό κινητοποιούσε κάθε μορφή, όταν εκείνος γεννήθηκε από τους θεούς σε ένα μεγάλο ακρόνησο του Αιγαίου. Και είναι από τότε εκείνος που γεννά μέσα από τα γραπτά του τη φωνή της Δύσης του συμβολισμού στο σώμα της Ανατολής του πάθους και ονομάζει το Αιγαίο λίκνο πολιτισμού και ήπειρο που στο βυθό της φυτρώνουν οι αγριοελιές. Φυγαδεύει κάθε συνομιλία. Ο λόγος δεν είναι για κείνον. Εκείνος δεν μιλά παρά στοιχειοθετεί τη γλώσσα και ζωοποιεί το ανείπωτο. Βάζει στη σειρά τις λέξεις της ξηράς και της θάλασσας και φτιάχνει πλεούμενα τρεχαντήρια, ναούς σε σχήμα ουρανού. Δεν είναι δικός του ο ωκεανός, καθώς δεν έχει ποτέ σκοπό του να νικήσει τα γράμματα. Μιλά με οικονομία και έχει μόνο μία ακρούλα ήλιο δαγκωμένο, πονεμένο και σμιλεμένο από χωράφια ξέφραγα. Ο Ελύτης αγαπάει τον θάνατο, αλλά προβάλλει τη ζωή ως άξιον εστί, λόγο για να μην πεθάνει κανείς πριν από εκείνον. Τείνει να διαφυλάξει την ορμή της ζωής μέσα σε μια γενιά προ- και μετά- πολεμική και μιλά ποιητικά μόνο όταν η έλλειψη του φουσκώνει τα μάγουλα. Και πάλι δεν μιλά, δεν γκρινιάζει, αλλά κυοφορεί το αεράκι στις φουσκοδενδριές του εφήβου. Ετσι, στα χέρια του μεγαλώνει η Ελλάδα και γίνεται παρθένα καντηλανάφτισσα, την κοιτά από την κλειδαρότρυπα όταν γδύνεται, την αφήνει να του τσιμπήσει τα αυτιά, την ακούει και σε κάθε παλμό γεμίζει αισθήσεις. Αγαπά την ομορφιά παντού και ως γερασμένος έφηβος, φτύνει την εποχή του στο πρόσωπο και γίνεται ο Ερχόμενος της Ωξόπετρας. Είναι εκείνος που υιοθετεί και ξεπερνά τον Υπερρεαλισμό κι ανασταίνεται κατά την ανάταση της πραγματικότητας. Δεν φορά στα χείλη λέξεις, μα ούτε μένει άπραγος, αλλά παντρεύει τη Σαπφώ με το Θεόφιλο, το Μακρυγιάννη με τον Εμπειρίκο, το σώμα στην υπέρτατη φύση με τον έρωτα του άντρα που κρατά τη γυναίκα στις κλειστές του παλάμες με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια. Ο Ελύτης γράφει για τον εξωτερικό κόσμο, τον ζωηρό έφηβο και τον πληγωμένο στρατιώτη του αλβανικού μετώπου με μια πολύ προσωπική ματιά. Στέκεται ανάμεσά τους. Στους ώμους του στηρίζεται από τη μια ο ξαπλωμένος από τη δίνη του έρωτα έφηβος και από την άλλη ο ξαπλωμένος και πληγωμένος από τη μάχη στρατιώτης. Ετσι, συνενώνει το ατομικό με το πανανθρώπινο, την βιωμένη ζωή και τον επερχόμενο θάνατο, δημιουργώντας σε έναν ενδιάμεσο και δυνητικό χώρο. Σε αυτόν τον χώρο βάζει στον ήλιο το χρώμα του πολέμου και ορίζει τις αχτίνες του στα μάτια της πεταλούδας. Με την τεχνική του collage να διαπνέει τη δημιουργία σ' ένα πεδίο πέραν των λέξεων, στην ουσία επαναλαμβάνει αυτήν την ιδιαίτερη σχέση του με τη γλώσσα: οι λέξεις είναι υλικοί ήχοι που τοποθετούνται δίπλα δίπλα και φτιάχνουν είτε την παραφωνία του σύμπαντος είτε την αρμονία του ασυνειδήτου. Ως εκ τούτου, το άναρχο collage ανακατεύει τα χρώματα της πλαστελίνης και φτιάχνει έναν χώρο στον οποίο το μάτι ξεκουράζεται και ο δημιουργός ξαποσταίνει. Μιλούμε για έναν χώρο που μοιάζει με το σπίτι, το dwelling του Heidegger. Μιλούμε για έναν χώρο δυνητικό ξανά. Ο Ελύτης είναι μια άναρθρη κραυγή για τη νεότητα που χάθηκε, για τον θάνατο που πάντα υπάρχει πίσω από τις λέξεις, γιατί πώς είναι δυνατόν να μην συγκρίνει κανείς τα τόσο όμορφα τοπία με τον παράδεισο; Εξάλλου, κι οι λέξεις σε αυτήν την ποίηση, αποτελούν ταυτόχρονα ζωοποιά μορφώματα, αλλά και πεθαμένα πατρικά σύμβολα, κοντά τόσο στον έρωτα όσο και στο θάνατο. Ο Ελύτης αγγίζει με την παλάμη του τ' απόκρυφα μίας νύφης που τρυπήθηκε από τη μόνη στα γυαλιά καρφιά της γύμνιας της, ως εάν η ρίζα της ξεριζώθηκε από τ' αγκάθια. Οπως κι αν λέγεται το σκοινί ανάμεσα στην παραισθησιογόνα ενύπνια ζωή και στην πραγματικότητα, ο Ελύτης το περπάτησε με τα χέρια ανοιχτά (στα ανοιχτά χαρτιά του), ως εκπαιδευμένος στη δοκό αθλητής που ξέρει πως η ζωή του ποτίζεται από μια ενδιάμεση ροή, εκείνη που τον κάνει να δακρύζει για το ασημένιο μετάλλιο του Ποιητή, οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό δώρο ασημένιο ποίημα.
Ηταν κάποτε ελάχιστος χειμώνας όταν τα μάτια του κλεισμένα σε αστικό κελί 50 τ.μ. αναρτούσαν στον τοίχο αφίσες από τη θάλασσα και το μικρό δωμάτιο άφριζε από φως. Ο λόγος για τον Οδυσσέα ναυαγό Ελύτη, που μέσα από την αρρενωπή ντροπαλότητα, χαζεύει από τα τζάμια τη γύμνια κι ρέει αίμα στις φλέβες του. Το αίμα αυτό κινητοποιούσε κάθε μορφή, όταν εκείνος γεννήθηκε από τους θεούς σε ένα μεγάλο ακρόνησο του Αιγαίου. Και είναι από τότε εκείνος που γεννά μέσα από τα γραπτά του τη φωνή της Δύσης του συμβολισμού στο σώμα της Ανατολής του πάθους και ονομάζει το Αιγαίο λίκνο πολιτισμού και ήπειρο που στο βυθό της φυτρώνουν οι αγριοελιές. Φυγαδεύει κάθε συνομιλία. Ο λόγος δεν είναι για κείνον. Εκείνος δεν μιλά παρά στοιχειοθετεί τη γλώσσα και ζωοποιεί το ανείπωτο. Βάζει στη σειρά τις λέξεις της ξηράς και της θάλασσας και φτιάχνει πλεούμενα τρεχαντήρια, ναούς σε σχήμα ουρανού. Δεν είναι δικός του ο ωκεανός, καθώς δεν έχει ποτέ σκοπό του να νικήσει τα γράμματα. Μιλά με οικονομία και έχει μόνο μία ακρούλα ήλιο δαγκωμένο, πονεμένο και σμιλεμένο από χωράφια ξέφραγα. Ο Ελύτης αγαπάει τον θάνατο, αλλά προβάλλει τη ζωή ως άξιον εστί, λόγο για να μην πεθάνει κανείς πριν από εκείνον. Τείνει να διαφυλάξει την ορμή της ζωής μέσα σε μια γενιά προ- και μετά- πολεμική και μιλά ποιητικά μόνο όταν η έλλειψη του φουσκώνει τα μάγουλα. Και πάλι δεν μιλά, δεν γκρινιάζει, αλλά κυοφορεί το αεράκι στις φουσκοδενδριές του εφήβου. Ετσι, στα χέρια του μεγαλώνει η Ελλάδα και γίνεται παρθένα καντηλανάφτισσα, την κοιτά από την κλειδαρότρυπα όταν γδύνεται, την αφήνει να του τσιμπήσει τα αυτιά, την ακούει και σε κάθε παλμό γεμίζει αισθήσεις. Αγαπά την ομορφιά παντού και ως γερασμένος έφηβος, φτύνει την εποχή του στο πρόσωπο και γίνεται ο Ερχόμενος της Ωξόπετρας. Είναι εκείνος που υιοθετεί και ξεπερνά τον Υπερρεαλισμό κι ανασταίνεται κατά την ανάταση της πραγματικότητας. Δεν φορά στα χείλη λέξεις, μα ούτε μένει άπραγος, αλλά παντρεύει τη Σαπφώ με το Θεόφιλο, το Μακρυγιάννη με τον Εμπειρίκο, το σώμα στην υπέρτατη φύση με τον έρωτα του άντρα που κρατά τη γυναίκα στις κλειστές του παλάμες με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια. Ο Ελύτης γράφει για τον εξωτερικό κόσμο, τον ζωηρό έφηβο και τον πληγωμένο στρατιώτη του αλβανικού μετώπου με μια πολύ προσωπική ματιά. Στέκεται ανάμεσά τους. Στους ώμους του στηρίζεται από τη μια ο ξαπλωμένος από τη δίνη του έρωτα έφηβος και από την άλλη ο ξαπλωμένος και πληγωμένος από τη μάχη στρατιώτης. Ετσι, συνενώνει το ατομικό με το πανανθρώπινο, την βιωμένη ζωή και τον επερχόμενο θάνατο, δημιουργώντας σε έναν ενδιάμεσο και δυνητικό χώρο. Σε αυτόν τον χώρο βάζει στον ήλιο το χρώμα του πολέμου και ορίζει τις αχτίνες του στα μάτια της πεταλούδας. Με την τεχνική του collage να διαπνέει τη δημιουργία σ' ένα πεδίο πέραν των λέξεων, στην ουσία επαναλαμβάνει αυτήν την ιδιαίτερη σχέση του με τη γλώσσα: οι λέξεις είναι υλικοί ήχοι που τοποθετούνται δίπλα δίπλα και φτιάχνουν είτε την παραφωνία του σύμπαντος είτε την αρμονία του ασυνειδήτου. Ως εκ τούτου, το άναρχο collage ανακατεύει τα χρώματα της πλαστελίνης και φτιάχνει έναν χώρο στον οποίο το μάτι ξεκουράζεται και ο δημιουργός ξαποσταίνει. Μιλούμε για έναν χώρο που μοιάζει με το σπίτι, το dwelling του Heidegger. Μιλούμε για έναν χώρο δυνητικό ξανά. Ο Ελύτης είναι μια άναρθρη κραυγή για τη νεότητα που χάθηκε, για τον θάνατο που πάντα υπάρχει πίσω από τις λέξεις, γιατί πώς είναι δυνατόν να μην συγκρίνει κανείς τα τόσο όμορφα τοπία με τον παράδεισο; Εξάλλου, κι οι λέξεις σε αυτήν την ποίηση, αποτελούν ταυτόχρονα ζωοποιά μορφώματα, αλλά και πεθαμένα πατρικά σύμβολα, κοντά τόσο στον έρωτα όσο και στο θάνατο. Ο Ελύτης αγγίζει με την παλάμη του τ' απόκρυφα μίας νύφης που τρυπήθηκε από τη μόνη στα γυαλιά καρφιά της γύμνιας της, ως εάν η ρίζα της ξεριζώθηκε από τ' αγκάθια. Οπως κι αν λέγεται το σκοινί ανάμεσα στην παραισθησιογόνα ενύπνια ζωή και στην πραγματικότητα, ο Ελύτης το περπάτησε με τα χέρια ανοιχτά (στα ανοιχτά χαρτιά του), ως εκπαιδευμένος στη δοκό αθλητής που ξέρει πως η ζωή του ποτίζεται από μια ενδιάμεση ροή, εκείνη που τον κάνει να δακρύζει για το ασημένιο μετάλλιο του Ποιητή, οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό δώρο ασημένιο ποίημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου