Φθινόπωρο. Κι η βάρκα μας απάνου σε ακίνητες ομίχλες, πισωγυρίζει στης δυστυχίας το λιμάνι, στη θεόρατη πόλη μ’ ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά. Α! τα δυσώδη κουρέλια, το μουλιασμένο με βροχή ψωμί, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Πότε επιτέλους θα αποκάμει τούτη η αιματορουφίχτρα, των μυριάδων ψυχών και πτωμάτων, βασίλισσα, που θα κριθούν! Βλέπω ξανά τον εαυτό μου, η σάρκα μου διαβρωμένη απ’ τη λάσπη και την πανούκλα, σκουλήκια γεμάτα τα μαλλιά κι οι μασχάλες μου κι ακόμα μεγαλύτερα σκουλήκια στην καρδιά μου, ξαπλωμένα μεταξύ αγνώστων δίχως ηλικία, δίχως αίσθημα…Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί…Φρικτή μνήμη! Απεχθάνομαι την μιζέρια.
Και τρέμω το χειμώνα, επειδή της άνεσης χαρακτηρίζεται εποχή!
Μια εποχή στην κόλαση, A. Rimbaud (απόσπασμα σε μτφ Γ. Αντιόχου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου