Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

[κάθε τέτοια μέρα, γιορτή της μητέρας μου, μαζευόμασταν στο σπίτι της κυρίας Δανάης, ή της Έλλης, και σκοτώναμε τα inventions! τώρα κάθε φορά που τα ακούω, μου έρχονται στο  μυαλό εκείνες οι μέρες και εκείνο το τεράστιο σπίτι με τα μικρά επιπλάκια και τα μικρά ανθρωπάκια. 
Καλά χριστούγεννα!]

https://www.youtube.com/watch?v=ZII_OWJcUfY

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Φιλοδοξίες 

Θέλω να γράψω για το φασισμό στην άσφαλτο 
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια 
σαγηνευτικά και ρουμελιώτικα κοκορετσάδικα! 

Θέλω να γράψω για τον έρωτα του αυτοκινήτου 
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια 
μεθυσμένα κάρα, μεθυσμένα κι αργοκίνητα.
 
Θέλω να γράψω για τους προοδευτικούς διανοούμενους 
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια 
χρόνια πριν απ’ το ’20 όταν ο Βάρναλης 
ήταν ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας...

Θωμάς Γκόρπας

[η νοσταλγία απαντά στα μεγάλα ερωτήματα/ αναβάλλοντας την απάντηση]

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Θωμάς Γκόρπας, 
δεν είμαστε το πουλί που πάει, αλλά εκεί που το πουλί πάει
δεν είμαστε το παιδί που κλαίει, αλλά αυτά για τα οποία κλαίει και θα μάθει αργότερα
δεν είμαστε η γυναίκα η όμορφη, αλλά αυτό που η γυναίκα η όμορφη παθαίνει και δεν το λέει και κλαίει μόνη

https://www.youtube.com/watch?v=i-D-ZkOS7b8

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014


When once the twilight locks no longer



When once the twilight locks no longer 
Locked in the long worm of my finger 
Nor damned the sea that sped about my fist, 
The mouth of time sucked, like a sponge, 
The milky acid on each hinge, 
And swallowed dry the waters of the breast. 

When galactic sea was sucked 
And all the dry seabed unlocked, 
I sent my creature scouting on the globe, 
That globe itself of hair and bone 
That, sewn to me by nerve and brain, 
Had stringed my flask of matter to his rib. 

My fuses timed to charge his heart, 
He blew like powder to the light 
And held a little sabbath with the sun, 
But when the stars, assuming shape, 
Drew in his eyes the straws of sleep, 
He drowned his father’s magics in a dream. 

All issue armoured, of the grave, 
The redhaired cancer still alive, 
The cataracted eyes that filmed their cloth; 
Some dead undid their bushy jaws, 
And bags of blood let out their flies; 
He had by heart the Christ-cross-row of death. 

Sleep navigates the tides of time; 
The dry Sargasso of the tomb 
Gives up its dead to such a working sea; 
And sleep rolls mute above the beds 
Where fishes’ food is fed the shades 
Who periscope through flowers to the sky.

When once the twilight screws were turned, 
And mother milk was stiff as sand, 
I sent my own ambassador to light; 
By trick or chance he fell asleep 
And conjured up a carcass shape 
To rob me of my fluids in his heart. 

Awake, my sleeper, to the sun, 
A worker in the morning town, 
And leave the poppied pickthank where he lies; T
he fences of the light are down, 
All but the brisket riders thrown, 
And worlds hang on the trees.


Dylan Thomas 

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014




απ’ τα μαλλιά να τράβαγα το χρόνο
εκείνο το μεσημέρι που με λύγιζε
ακόμα δεν θα το άλλαζα

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

I see you boys of summer in your ruin.
Man in his maggot's barren.
And boys are full and foreign in the pouch.
I am the man your father was.
We are the sons of flint and pitch.
O see the poles are kissing as they cross.

[Ξέρω πώς αφανίζεστε, αγόρια του καλοκαιριού.
Ο άντρας στο κουκούλι μαραζώνει.
Στο μάρσιπο τ' αγόρια επιβιώνουν τη μεγάλη ξενιτιά τους.
Υπήρξα ο πατέρας σας, ενόσω είμαι άντρας.
Υπάρχουμε παιδιά της πίσσας, του πυρίτη.
Βλέπω τους πόλους να φιλιούνται σταυρωτά.]

Dylan Thomas

[Μετάφραση Γ. Μπλάνα]

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

'Η μάνα μου ήταν μια άγια γυναίκα. Πως μπόρεσε πενήντα χρόνια χωρίς να σπάσει η καρδιά της, να νιώθει πλάι της την αναπνοή και το χνότο του λιόντα; Είχε την υπομονή, την αντοχή και τη γλύκα της γης. Όλοι απ' το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της μπιστεύουνταν όλες τους τις ελπίδες˙είχαν γίνει, πάππου προσπάππου, ένα μαζί της˙ στην αβροχιά, κοριάκιαζαν κι αυτοί από τη δίψα μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια˙ κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους'.

Ν. Καζαντζάκης, Απ' την Αναφορά στον Γκρέκο

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

[Για την Περσεφόνη, 
επηρεασμένο απ' τα γεγονότα, την διατριβή και διάφορα άλλα. 
Υπό δημοσίευση.]







Λευκή πεταλούδα, Φεύγουσα κόρη



θυμάμαι ακόμα την εικόνα της κόρης όταν τελικά έφυγε μέσα στο ξύλινο κουτί

(‘Αγέλαστος Πέτρα’, Φ. Κουτσαφτής)




Ο λόγος γίνεται για την Περσεφόνη που ξεπηδάει απ’ το ακέφαλο άγαλμα του Βρετανικού μουσείου, για να βρεθεί στην είσοδο ενός ταφικού μνημείου, δίνοντας αυτό που έλειπε στο κρυφό μας μάτι. Το πρόσωπο και τους βοστρύχους της απώλειας.


Στο ψηφιδωτό η Περσεφόνη βάφεται κόκκινη, και αυτό το αίμα δεν είναι αίμα θανάτου, αλλά μια περίεργη λάμψη που αφήνει αυτός που φεύγει στην χωμάτινη καρδιά μας. Η χθόνια θεά ‘φέρει φόνον’, δένοντας σφιχτά μ' ένα κυκλικό σύρμα τη ζωή, χωρίς εκείνη να μπορεί να ανασάνει εγκολπωμένη.


Η Κόρη ζει ανάμεσα στην γονιμότητα της μητέρας και στην αρπαγή απ’ τα χέρια του θανάτου. Ο Άδης, ‘το αιδές’, το κρυφό, συγκροτεί μια συστάδα τάφων. Είναι αυτό το κρύο αλλά οικείο σημείο που αυτός που φεύγει εισάγεται, αποκτώντας μια νέα πνοή, την πνοή του πνεύματος. Αυτός ο τόπος μαζεύει μέσα του τα πτώματα που αποσυντίθεται απ’ τη Δημήτρια παραγωγή. Καταδικασμένη στην αιώνια λήθη, η Περσεφόνη γίνεται το λευκό σήμα αυτού που έχει χαθεί και έχει πλαισιώσει με το θετικό του κενό τον εσωτερικό τόπο.


Η παρουσία της στον Άδη μετατρέπει την πτωμαΐνη σε χώμα γόνιμο και μεταλλάσσει τα συστατικά του υπεδάφους σε ζωογόνους σπόρους. Ακολουθεί τον νεκροπομπό, με το ένα της χέρι απλώνει προς την γη της ζωής, με το άλλο της χέρι αγκαλιάζει τον θάνατο. Το βλέμμα της όμως κινείται προς την επάνω οδό, εκείνη που με αυτό το άρμα αφήνει για να ξαναβρεί με την επάνοδό της την άνοιξη.


Τα μάτια της Περσεφόνης είναι ορθάνοιχτα. Ορθάνοιχτα κι ευάλωτα. Το σιωπηλό της άλγος, η μεταθανάτια αυτή μαγεία απ’ τα ποτάμια της Αττικής, τις ζωφόρους της Ελευσίνας, την παρηκμασμένη πόλη, το χριστιανικό εκκλησάκι στο ύψος του αρχαίου χώρου, την έχουν ήδη αφοπλίσει.


Η απώλεια της Περσεφόνης δεν κούρασε κανένα. Αντίθετα λειτούργησε ευεργετικά. Θυσιασμένη στην αιώνια κυκλικότητα, έδωσε σε αυτούς που την έχασαν ένα παντοδύναμο θράσος, μια παράλογη απαίτηση για ζωή, ώστε κάτι να χτιστεί, μεταφρασμένο, πέρα απ’ την καταστροφή.


Η Περσεφόνη θα μπορούσε να είναι ένα πετούμενο, μία κινητήριος ορμή ή η ψυχή που ενσαρκώνεται στην μορφή της πεταλούδας και ντύνει με την σιωπηλή παρουσία της τις ημέρες. Θα μπορούσε να είναι μια μηχανή εν κινήσει, το ιμάτιο που θα φορεθεί απ’ τους επόμενους, ή ακόμα, το μοτεράκι που συγκρατεί τις αρτηρίες μας απ’ την έκρηξη.


Η Περσεφόνη είναι μία βιοτική ουσία που αποδεικνύει ότι η ψυχή δεν σπαταλιέται σε υλικά σώματα, αλλά ζει μέσα απ’ τις διαφορετικές μορφές της. Συντάσσει το νερό της μνήμης, που σε μια πορεία ανακύκλωσης, αναλώνεται μέχρι να στάξει στην επόμενη φύτρα την ζωογόνο δύναμη. Είναι αυτή η Κόρη που σιωπηλή κοσμεί το άρμα με το εκφραστικό της βλέμμα και δίνει στους θεατές την πίστη ότι ο θάνατος δεν συνέβη ποτέ, γιατί εκείνος που έφυγε στέκει σαν λευκή πεταλούδα μέσα στο υψηλό βλέμμα που μας ξεφεύγει.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Μάνος Χατζιδάκις (23 Οκτωβρίου 1925 – 1994)

https://www.youtube.com/watch?v=k6XjLxDldqU

'Σήμερα το βράδυ γεννήθηκα.
Απόψε δεν είχα καιρό ν' ακούσω μουσική.
Έπρεπε να γνωρίσω τη μητέρα μου και τον πατέρα μου.'

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ανεβαίνοντας στις πιο ψηλές στέγες, σκαρφαλώνοντας στα πιο άσπρα μπαλκόνια, πατώντας στα πιο πράσινα φύλλα, σ' ανάβω το βράδυ το γαλάζιο φεγγάρι, λυγίζω τη νύχτα τις καλαμιές με τ' αστέρια στη μεριά που κοιμάσαι.

Ε. Χ. Γονατάς, από την 'Κρύπτη'

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014





Το θηρίο, με την ανάσα του Goya,
αναπτύσσεται κυρίως τη νύχτα.
Όπως όλα τα άδηλα νεύματα,
όπως οι απροσδιόριστοι φόβοι,
όπως οι απροσδιόριστοι φόβοι.

Εγεννήθη την εποχή που οι φτέρες
αποκτήσαν τη βασιλεία του κόσμου.
Κι έφτασε ακμαίο στις μέρες μας,
σαν υπόνοια και σαν οφθαλμαπάτη,
σαν υπόνοια και σαν οφθαλμαπάτη.

Αρχές Αυγούστου του 2000 και κάτι,
την αλυσίδα του είδα, σπασμένη.
Να χτυπιέται σα φίδι φαρμακερό,
στην κεραία απάνω στον αφέντη,
στην κεραία απάνω στον αφέντη.

Ίσως κι άλλοι τυχεροί σαν κι εμένα,
ψηλαφίσαν την καρδιά του θηρίου.
Και γνωρίζουν τον τρόπο που γεύεται
την αβάσταχτη χαρά του να υπάρχεις,
την αβάσταχτη χαρά του να υπάρχεις.

Το σαλόμ συχνά κρατιέται απ' τα δέντρα,
και χορεύει στο ρυθμό του αέρα.
Στα λιθάρια ξύνει την πλάτη του,
και αγνοεί, ή αγαπά τους ανθρώπους,
και αγνοεί, ή αγαπά τους ανθρώπους.

Κι αφού μ' αρέσει να ονομάζω τα είδη,
θηρίο του καλοκαιριού το λέω.
Γιατί εξαντλεί τα αγιοκλίματα,
και τα ασβεστώματα σαν τίντα κιτρινίζει,
και τα ασβεστώματα σαν τίντα κιτρινίζει.

Το θηρίο με την ανάσα του Goya,
μια ανάσα να την πιείς στο ποτήρι.
Σαν αψέντι ζυμωμένο στο έρεβος,
μας παραλύει με μεγάλη ευκολία,
μας παραλύει με μεγάλη ευκολία.

Όλους εμάς τους ετοιμόρροπους τύπους,
που απ' τα αδιόρατα σκιρτήματά μας,
οι γητευτές παράγουν γλωσσίδια,
ονομαστά για τις καμπάνες του πόθου,
ονομαστά για τις καμπάνες του πόθου.


[Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μαζί με τους λύκους του αναλυόμενου του Freud. Τους λύκους- θηρία.]
[Μέσα σε μια περίεργη πρωινή διάθεση, το παρακάτω ποίημα μου θύμισε θρύλο, οιωνό θρησκευτικής προέλευσης, ακόμα και δηλητηριώδες μανιτάρι με απίστευτα χρώματα κι υδρορροές στο δάσος]

Εισαγωγή

Κάτω απ' το φλεγόμενο μανιφέστο της ελευθερίας
ξεκίνησαν και άρχισαν να μεταναστεύουν όλα τα χρώματα
κουβαλώντας σ' ένα πορσελάνινο πιάτο
την καρδιά του ανθρώπου.
Όλες οι μεγάλες φωτοσκιάσεις και οι παλμοί
γνωρίζοντας πως είχε υπάρξει ζωή
όμως το έρεβος είναι η μεγαλύτερη αισθητική θεωρία
το μηδέν απ' όπου ανάβλυσε όλη η ουσία
κι η ποικιλία της ύπαρξης.
Το τίποτα της ψυχής σαν ένα ταμπούρλο
της στιγμής που κυλά χωρίς να τ' ακούει κανένας.
Η άκρη του καιρού μια εναλλασσόμενη βλάστηση
που προσπαθεί να καρποφορήσει το ιδανικό
στις ρωγμές της πραγματικότητας.
Σ' ένα διάστημα όπου κάθε ιδέα μπορεί να ντυθεί
τη δική της ισχύ ανοίγοντας τα αρώματα
ενός εραστή ήλιου που μεταμορφώνει το κόκκαλο
σε χαλαζία και τιρκουάζ.
Αυτός είναι ο καιρός μας.
Και τώρα η ώρα των διακυμάνσεων σ' έναν πλανήτη 
σε μια αιώνιοτητα πυροβολημένη
που κυλάει στις φλέβες μας ο αιμάτινος χείμαρρος
της αβύσσου.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να διαβάσει τα ίχνη
στην απεραντοσύνη των πρώτων γραμμάτων
το μήνυμα που φτάνει σφραγισμένο
τη χρεία του ανθρώπου και της αργής
κατολίσθησης της ράτσας και της μεγάλης ζέστης
που σχημάτισε τη λάσπη του πνεύματος.
Ντυμένος τον κίνδυνο και την ανάγκη
κυκλωμένος από μεγαθήρια δίχως μια κάποια
μέθοδο επικοινωνίας.
Αλλά το Ευαγγέλιο πέρασε
το σφυροδρέπανο πέρασε
όλα πέρασαν κι η φυλή των νεκρών που τραγούδησε
το κρύο αίμα, μακριά από κει που ακούστηκαν
κάποτε τραγούδια σαν κεραυνοί.
Τώρα πια σωπαίνει η γη διπλώνοντας
δυο σιδερένιες φτερούγες
κι απ' τα βρόχια του θανάτου
κι απ' την στέγνια της εποχής ανεβαίνουν
οι ήχοι όλων των φυτών σαν τερατώδη μουγκρητά
αόρατων τρομερών κυκλώπων
κι οι μεγάλοι παγκόσμιοι αλαλαγμοί
αυτού του μυστικού υπόγειου θιάσου.

Λευτέρης Πούλιος, απ' τον Γυμνό Ομιλητή.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Το φιδάκι

Η ζαβολιά κι η σιωπή, το σκέδιο μου εβουλήθη
Μ’ ένα διαβήτη άνισον, εδώ, να ιχνογραφεί
Κι είμαι λοξά – σχήμα ζαβό- γιομάτος φως και λήθη
Να στρέφουμαι ελλειπτικά στης ύλης τη στροφή

Και μ'έχασε ο αστερισμός της ζωδιακής μου σμίλης
Οξ’ απ’ τη δημιουργία του! Λοιπόν – τι; Στης φθοράς
Το γύρισμα, θα κυνηγώ –φιδάκι εγώ- της ύλης
(για να δαγκώσω) τη φυγή της ίδιας μου νουράς;

Έτσι λοιπόν; Παντοτινά –πλάνα, χορεύτρα- η φύση,
Στου χάους τους κεντρόφυγους θα με δινάει φθαρμούς
Και θα με κατεργάζεται στην αστρική μου κλίση
Ο εφιάλτης των στροφών πάντα σε νέους ρυθμούς;

Και δε θα βρω το Νιρβανά λοιπόν ποτέ του «πάψε»
Μεσ’ στην τριώτα του νερού, της γης και της φωτιάς
Παρά θα τρέχω – δίδυμος σφυγμός- στο «σβήσε και άψε»
Της φωτεινής – που μούσκισε το πνέμα – πελεκιάς;

Ωωω!… Όχι!. Τι λυχνίες μου – Μάγος στρυφνός – θα'ανάβω
Και –λίθο φιλοσοφική- θα βρω άλλον ρυθμό
Και μια στιγμή, ανύποπτην ύλη θα σε συλλάβω
Επ’ αυτοφόρω: Συνθημα, Σημείο ή Αριθμό…

Γ. Σκαρίμπας
(28 Σεπτεμβρίου 1893- 21 Ιανουαρίου 1984)

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014



<…> Βρήκα την άλλη σημασία της λέξης Diougan. Δεν θα πει Προφητεία θα πει Διπλός Λόγος. Βρήκα τον δεύτερο τον άλλο λόγο της μπαλλάντας κι αυτός είναι το νόημα της. Το νόημα της ξαφνικά πύκνωσε και σκοτείνιασε. Ήρθε και στάθηκε πάνω από την σχέση του Ποιητή με τον Εχθρό. Πουθενά δεν υπάρχει χριστιανός και καμμιά εισβολή. Καμμιά σύγκρουση χριστιανών και βαρβάρων δεν υπάρχει. Η μπαλλάντα αυτή πρωτακούστηκε πολύ πριν τον Χριστό. Από καιρό από χρόνια πολλά ακολουθεί τον ποιητή ένας μυστηριώδης πρίγκηπας του πολέμου. Κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι. Την γενιά του το όνομα του τον σκοπό του. Είναι πάντα μονάχος με σιωπή και σαν από ένα καθήκον ακολουθεί τον Γκουένκ Χλάν. Στο τέλος τον υποτάσσει. Την ανύπαρκτη σχέση του μ’ αυτόν τώρα την κάνει σχέση. Αλλά μια σχέση τρομερή άδικη. Ανεξήγητη ως το τέλος. Με μιαν ανεξιχνίαστη κακία βασανίζει ταπεινώνει αναίτια τον ποιητή του βγάζει τα μάτια. Τον κλείνει στην φυλακή κι ο ποιητής πεθαίνει όμως αυτό δεν έχει σημασία. Γιατί εχθρός του ποιητή δεν μπορεί να είναι ο θάνατος. Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση υπερφυσική. Ποιος μπορεί να είναι τι να είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή. Ο προαιώνιος κακούργος των ποιητών. Τότε άκουσα τον οιωνό με το κλειστό το στόμα. Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Ο χριστιανός είναι ένα άγνωστο αδυσώπητο πλάσμα κακό. Έχει αποστολή κι υπόσταση να ταπεινώσει να τρομάξει. Να βασανίσει ν’ αφανήσει τον ποιητή. Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίηση του κι η ζωή η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Ποίημα είναι ό,τι δια βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό. Έτσι ζει πάντα ο ποιητής. Απειλημένος καταπατημένος δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τύφλωσαν. Με θανάσιμη αγωνία με μεγάλες κινήσεις στον αέρα. Φυλάγεται αλλά έρχεται πάντα η ώρα που θα τρομάξει και θα νικηθεί. Αυτό είναι το νόημα της μπαλλάντας του Γκουένκ Χλαν λέει η Κυβέλη και χαμηλώνει περισσότερο την φωνή της κι αυτός είναι. Τον ήξερα από πάντα αυτόν τον πρώτο νόμο της ποίησης κι εγώ ξέρω το νόημα της αναίτιας τιμωρίας της. Ότι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία. Η κραυγή του πεθαμένου ποιητή Χτύπα ! Χτύπα! Που αντηχεί σ’ ολόκληρο το ποίημα δίνει το μέτρο του αναίτιου όχι της εκδίκησης.<…>

Γ. Χειμωνάς

-Από το βιβλίο 'Γιώργος Χειμωνάς Πεζογραφήματα', εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005


[Ανάρτηση στην Bibliotheque, 19/10/12]

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Είχε κρεμάσει μικρούς καθρέφτες πάνω στα δέντρα
για να βλέπονται τα πουλιά.


Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, από την 'Κρύπτη' (1991, 2006, εκδ. Στιγμή)

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα ημισφαίριο μέσα στα μαλλιά

Άφησέ με να αναπνεύσω για πολύ χρόνο , για πολύ καιρό , την μυρωδιά των μαλλιών σου, εκεί να βουτήξω όλο το πρόσωπό μου,
όπως ένας διψασμένος άνθρωπος μέσα στο νερό μιας πηγής, και να τα κουνήσω με το χέρι μου όπως ένα μαντήλι αρωματισμένο, για να τιναχτούν οι αναμνήσεις έξω στον αέρα.
Αν μπορούσες να ξέρεις όλα αυτά που βλέπω! Όλα αυτά που αισθάνομαι ! Όλα αυτά που ακούω μέσα στα μαλλιά σου. Η ψυχή μου ταξιδεύει πάνω στο άρωμα όπως η ψυχή των άλλων ανθρώπων μέσα στη μουσική.
Τα μαλλιά σου περιέχουν ένα ολόκληρο όνειρο, γεμάτο κατάρτια και πανιά… Περιέχουν μεγάλες θάλασσες που οι μουσώνες τους με κατευθύνουν σε ευχάριστα κλίματα, όπου ο χώρος είναι πιο γαλάζιος και πιο βαθύς, όπου η ατμόσφαιρα είναι αρωματισμένη από τα φρούτα, από τα φύλλα κι από το δέρμα των ανθρώπων.
Μέσα στον ωκεανό των μαλλιών σου, μισοβλέπω ένα λιμάνι γεμάτο με μελαγχολικά τραγούδια, άντρες ρωμαλέους από όλα τα έθνη και κάθε μορφής καράβια που οι φίνες και πολύπλοκες αρχιτεκτονικές τους προβάλλονται κομμένες πάνω σε ένα ουρανό απέραντο όπου αναπαύεται η αιώνια ζέστη.
Μέσα στα χάδια των μαλλιών σου ξαναβρίσκω τις αδυναμίες των μακριών ωρών που πέρασαν πάνω σε ένα ντιβάνι, μέσα στο δωμάτιο ενός όμορφου καραβιού νανουρισμένες από το ανεπαίσθητο κύμα του λιμανιού, ανάμεσα στις γλάστρες με τα λουλούδια και τις δροσιστικές κανάτες.
Μέσα στη φλεγόμενη εστία των μαλλιών σου, αναπνέω τη μυρωδιά του καπνού ανακατεμένη με όπιο και με ζάχαρη…μέσα στη νύχτα των μαλλιών σου, βλέπω να αστράφτει το άπειρο του τροπικού γαλάζιου…πάνω στις χνουδάτες παραλίες των μαλλιών σου μεθώ από τις συνδυασμένες μυρωδιές του κατραμιού, του μόσχου και της ινδικής καρύδας .
Άφησε με να μασήσω για πολλή ώρα τις πλεξούδες σου τις μαύρες και βαριές. Όταν δαγκώνω τα μαλλιά σου τα ελαστικά κι ατίθασα, μου φαίνεται ότι τρώω αναμνήσεις.


Charles Baudelaire

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Η φωτογραφία

Περισσότερο κι απ' τα γραφτά του
-ακόμη και τα πολύ προσωπικά-
φαίνεται να μιλάει γι' αυτόν,
τούτη η παλιά,
ασπρόμαυρη φωτογραφία.
π' αδύνατος,
με κοντό παντελονάκι,
κοιτάζει φοβισμένα το φακό,
κολλημένος πάνω στον πατέρα του.

Χρίστος Λάσκαρης
Τα μεγάφωνα

Τρέφω
μια έντονη αποστροφή
για τα μεγάφωνα.
Έτσι όπως τα βλέπω
από πάνω μου να χάσκουνε,
μου θυμίζουν επίμονα
την εξουσία.

Χρίστος Λάσκαρης

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Φθινοπωρινή καλησπέρα!

ένα ποιήμα του Στρατή Πασχάλη,
από την συλλογή 'Άνθη του νερού' (Ίκαρος, 1994)


ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙ

Μπήκε στο σπίτι το φθινόπωρο
σαν μια γυναίκα που κρατά
την αναμμένη λάμπα.

(Έξω αρχίζει να βρέχει)

Απιθώνει δειλά στο τραπέζι το φως
και αθόρυβα φεύγει, χωρική
που μυρίζει θυμάρι κι αγριλιά νοτισμένη.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Ο πόλεμος που δεν ονομάζεται


Τον πόλεμο δεν μπορούμε να τον ζήσουμε όπως είναι. Μόνο να τον παρακολουθούμε μπορούμε στα μέσα, να τον παρατηρούμε σαν θέαμα, αναλύοντάς τον και χτίζοντας λέξεις γύρω του. Κι αυτό δεν είναι κακό, αλλά αντίθετα ενεργεί σαν ένας τρόπος συνηγορίας με αυτόν που υποφέρει και είναι μακριά. Μιλάμε για πόλεμο, μιλάμε τον πόλεμο, κι έτσι ο παλμός του έχει γίνει ο δικός μας.

Εάν ο πόλεμος μπορούσε να αναπαρασταθεί με λέξεις, ίσως οριζόταν ως η ενεργητική πλευρά του θανάτου. Εάν δηλαδή ο θάνατος είχε χέρια και πόδια, η πράξη του θα ήταν πόλεμος, σε αντίθεση με την παθητική του πλευρά, το φυσικό θάνατο, τη φυσική ανάσα της ζωής. Ο πόλεμος είναι η παραβίαση αυτής της φυσικής ανάπαυσης. Κάθε φυσικός μηχανισμός παύει να λειτουργεί, σαν το πόδι που αποσυντονίζει τη μετρική αρμονία στο δρόμο των μυρμηγκιών.

Επιπλέον, κάθε φυσικός θάνατος ενέχει ένα όνομα. Πέθανε ο τάδε, ο πατέρας του τάδε, ο γιος του τάδε. Δημιουργείται ένα κενό που θα μείνει ως έχει, γιατί η απουσία αυτή έχει διαμορφωθεί και εγγραφεί. Ετσι εκείνος που χάνεται αποκτά μνήμη και ιστορία στο μυαλό αυτού που μένει πίσω.

Στον πόλεμο δεν έχουν σημασία τα ονόματα. Κανέναν στην ουσία δεν τον νοιάζει ποιος πέθανε και από τι. Στον πόλεμο σημασία έχουν μόνο τα νούμερα. Οι απολεσθέντες έχουν γίνει ένα με το συμβάν, ή αλλιώς το συμβάν τούς ρουφάει όλη τη δόξα. Ετσι ο πόλεμος στην ουσία δεν έχει όνομα και αφαιρεί το όνομα που ο κάθε θάνατος δικαιούται.

Ο πόλεμος είναι ευνουχιστικός. Σταματάει τη σκέψη. Δημιουργεί ένα κενό στην αντίληψη, και δεν αφήνει χώρο για σύμβολα, σχήματα και δημιουργία. Ενέχει μία δύναμη, που ανιχνεύει ό,τι πολεμικό συμβαίνει μέσα μας και το οικειοποιείται. Ετσι ο εξωτερικός πόλεμος είναι και εσωτερικός. Αφήνει κάτι ως παρακαταθήκη, κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με ονόματα ούτε με αναλύσεις ούτε με αίτια κι αποτελέσματα, αλλά με κάτι άλλο, όχι τόσο απτό. Γιατί όλοι μπορεί να ξεχάσουμε κάποια στιγμή το όνομα αυτού που μένει πίσω, ποιος όμως θα ξεχάσει τον πόνο του;

Ο πόλεμος αφήνει πίσω του ανθρώπινο πόνο. Είναι το κατακάθι απ' το αγκάθι της πληγής. Αφήνει μια πληγή ανοιχτή, ένα κενό που δεν γεμίζει με τίποτα. Σε αφήνει εκεί αποσβολωμένο να θεάσαι, κλείνοντας μέσα σου μια γιγάντια σφαίρα λύπης, σαν να έχεις καταπιεί απ' το μπουκαλάκι του θανάτου λίγο νερό.

Κι έτσι μετά έρχονται τα λόγια, η ανάγκη να τον ονομάσουμε, να τον αναλύσουμε, χτίζοντας γύρω του και γύρω μας θωρακισμένο τείχος. Ετσι ελέγχουμε τις παραφύσεις του με την ελπίδα ότι αυτό το θανατικό έχει γίνει κάπως πιο ελεγχόμενο μέσα μας.

Αυτό το θανατικό όμως έχει αυτονομία. Η πλοκή του προχωράει από μονή της και οι αναλύσεις μας περί πολέμου είναι σαν το χορικό που πλαισιώνει αυτήν την πλοκή. Είναι μια αφανής συμμαχία μεταξύ μας, το σωσίβιο για το κύμα που αφοδεύει κόσμο, εκείνο το παραγωγικό διάλειμμα άνωσης ενώ επιπλέεις στην κόκκινη θάλασσα του ίδιου ματωμένου κεφαλιού.

Ετσι, όσο κι αν μέσα απ' τα λόγια μας ο πόλεμος πλαισιώνεται, στην ουσία μόνο μέσα απ' τα ψυχικά μας δάχτυλα μπορεί να αγγιχτεί και να ονομαστεί. Κι αυτό γιατί υπάρχει κάτι πέρα απ' τα στοιβαγμένα στάχυα του πολέμου. Υπάρχει κι αυτό που αντιλαμβάνεσαι όταν τα ακουμπάς με τις αισθήσεις σου. Οτι είναι στάχυα μουσκεμένα απ' τα δάκρυα εκείνου του πόνου του ανώνυμου, του αστοιχείωτου, που ως βουητό ή νοσταλγικό μουσικό χαλί συνοδεύει πίσω και πέρα απ' τα γεγονότα».

χκ


(δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία: http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.columns&id=443645)

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

ο Β. Λεοντάρης διαβάζοντας: https://www.youtube.com/watch?v=K-mVbejYQJs#t=28
Σήμερα έφυγε ο Βύρων Λεοντάρης, ο 'ποιητής της ήττας'...


ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ

Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
Μες τις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.

Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.

Στα λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
-ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα.



Ακούς και δεν γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ‘χε δοθεί
-σε ποιές λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.

Δεν είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους;

Θα ‘ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
-άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που “διελύθησαν ησύχως….’

(από την “Ομίχλη του μεσημεριού’, 1959)


[πηγή: ο αναγνώστης]

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

http://www.youtube.com/watch?v=fj24ALFh4lc

Καλοκαίρι
η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι
καρεκλάκια, πετονιές μέσ’ το πανέρι
μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι
πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι
καλοκαίρι
με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μέσ’ το παρτέρι
καλοκαίρι
μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη

Καλοκαίρι
με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι
καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι
με τον κούκο μέσ’ τα πεύκα και στ’ αμπέλι
καλοκαίρι
στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο ‘να χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι
λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι

Καλοκαίρι
του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι
με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι
με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ’ τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι

Καλοκαίρι
στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Κέρκυρα


Το βράδυ θα πέφτει πάντα στα νερά. Γείρε στην προκυμαία 

όταν μακραίνουν τα φώτα της πόλης και πες δεν έμεινε τίποτα 
στα λιόδεντρα που δένονται με τη θάλασσα. Όπου κι αν πας 
θ’ αρχίζεις ένα αίσθημα και θα τ’ αφήνεις μισό τελειωμένο 
Γείρε και πες δεν έμεινε τίποτα 
μια ξεραμένη μέδουσα πάνω στο βράχο 
το χέρι μου ανεπαίσθητα στον ώμο και η μαλακή γραμμή του ορίζοντα 
στα μάτια σου

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Απομεσήμερο στον πλανήτη Κυκλάδες 

Ουρλιάζει ο γάιδαρος σαν γριέντζω 
δαγκώνει τ’ αγκωνάρια στις ξερολιθιές 
ο άνεμος τζίτζικες ξεριζώνει 
φρενάρουν τόσο λαγαρά τα κύματα τα μνήματα κι ένα γριάκι 
πάνω στα βράχια σκίζονται ξεκαρδίζονται 
σκάρτα σκούτερ σπέρνουν εμετά μεταλλικά 
σούπερ σύννεφα σκιάζουν τις ντομάτες 
τον δαίμονα μέσα στις ντομάτες 
γάτες περνούν ξυστά στη σκέψη κατακίτρινες 
ήταν μεσημέρι όταν σε πήρε και σε σήκωσε 
φως είσαι χαμένο κορμί 
ο τρικυκλάς διαλαλεί 
έχω πράμα σκασμός μεγάφωνο σαλεύει κάπως 
μπα ήταν λίγη ταραχή και πάει 
να πάλι λέω αν ρωτάτε 
η Σοφία γαλήνια κοιμάται. 


Σάκης Σερέφας,
Κάστρο Σίφνου, Ιούλιος 1999

Πηγή : Andro.gr

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

H´ 

Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας 
πάνω σὲ καταστρώματα κατελυμένων καραβιῶν 
στριμωγμένες μὲ γυναῖκες κίτρινες καὶ μωρὰ ποὺ κλαῖνε 
χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ξεχαστοῦν οὔτε μὲ τὰ χελιδονόψαρα 
οὔτε μὲ τ᾿ ἄστρα ποὺ δηλώνουν στὴν ἄκρη τὰ κατάρτια. 
Τριμμένες ἀπὸ τοὺς δίσκους τῶν φωνογράφων 
δεμένες ἄθελα μ᾿ ἀνύπαρχτα προσκυνήματα 
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες. 

Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας 
πάνω στὰ σαπισμένα θαλάσσια ξύλα 
ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι; 

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ἀνασαίνοντας 
τὴ δροσιὰ τοῦ πεύκου πιὸ δύσκολα κάθε μέρα, 
κολυμπώντας στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας 
κι ἐκείνης τῆς θάλασσας, 
χωρὶς ἁφὴ 
χωρὶς ἀνθρώπους 
μέσα σε μία πατρίδα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δική μας 
οὔτε δική σας. 

Τὸ ξέραμε πὼς ἦταν ὡραῖα τὰ νησιὰ 
κάπου ἐδῶ τριγύρω ποὺ ψηλαφοῦμε 
λίγο πιὸ χαμηλὰ ἢ λίγο πιὸ ψηλὰ 
ἕνα ἐλάχιστο διάστημα.

Γ. Σεφέρης

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Θάλασσα

Ομως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο
θανάσιμο πάθος δεν θα γαληνέψουν

Τα σύννεφα γιγάντικα φαντάζουν κι ασημένια
στο μολυβένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως· σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.

Κι είναι θεριό η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της -- μπλαβό εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο --
κάποια παράξενη θωριά.

Κ. Καρυωτάκης
Νίκος Καρούζος, 9 ποιήματα απ' τη φωνή του -αντί μουσικής-

http://www.youtube.com/watch?v=KOb5NaWzHNE

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Κάτι μέσα μου δακρύζει διαρκώς,
αποτραβιέται σε μια γωνιά να μην το βλέπουν
και δακρύζει.

Κώστας Μόντης

A lane of Yellow led the eye (1650)

A lane of Yellow led the eye 
Unto a Purple Wood 
Whose soft inhabitants to be 
Surpasses solitude 
If Bird the silence contradict 
Or flower presume to show 
In that low summer of the West 
Impossible to know -


Emily Dickinson

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

[κλεμμένο απ' τον τοίχο του facebook αφιερωμένο στην Μάτση Χατζηλαζάρου, ένα δικό της ποίημα]


ΜΑ ΑΛΙΜΟΝΟ ΜΟΥ

…Μα αλίμονο μου
Αγαπάω τα μαλλιά σου
Χωρίς να ‘μαι η χωρίστρα σου
Ούτε για μια μέρα
Αγαπάω το χέρι σου
Και δεν είμαι η μυρουδιά
του τσιγάρου και του νεφτιού
πάνω στα δάκτυλα σου
και ποτέ δεν με κατάπιες
ζεστή γούλια καφέ
μόλις χυμένη μες το φλυτζάνι
θα ‘τανε καλοκαίρι κοντά σε θάλασσα
η άκρη του χοντρού φλυτζανιού δροσερή
ανάμεσα στα χείλια σου..


Μάτση Χατζηλαζάρου
ΤΟ ΔΙΧΩΣ ΑΛΛΟ 1985

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ατθίδα


Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
'Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ' το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ' το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...

Σαπφώ, μτφρ. Ο. Ελύτη

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Φώτης Κόντογλου (1895 - 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 1965)

Οι απλές χαρές του καλοκαιριού

Βλογημένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ, τώρα τὸ καλοκαίρι, νὰ ξεμακρύνει γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῆς πολιτείας. Ἂν τοῦ ἀρέσει ἡ θάλασσα, ἂς πάει σὲ κανένα νησί, ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμα χαλασμένοι οἱ νησιῶτες, ἢ σὲ κανένα ψαραδοχώρι. Νὰ μὴν κουβαλήσει ὅμως μαζί του τὴν πολιτεία, ὅπως κάνουνε πολλοί, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ θέλουνε νὰ ἀφήσουνε τὴν ταραχὴ πίσω τους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη κουβαλᾶνε μαζί τους ὅλα τὰ περίπλοκα καὶ κουραστικὰ καθέκαστα τῆς πολιτείας. Πάρε μαζί σου ὅσο λιγώτερα πράγματα μπορεῖς. Γιατί, τὸ πιὸ μεγάλο κέρδος ποὺ θά ῾χεις πηγαίνοντας σ᾿ ἕνα τέτοιο μέρος, θά ῾ναι ἡ φχαρίστηση ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος σὰν τοῦ λείψουνε πολλὰ πράγματα, ποὺ τὰ ἔχει στὴν πολιτεία τόσο εὔκολα, καὶ ποὺ ἐκεῖ πέρα θὰ τοῦ φαίνεται σὰν κάποια μεγάλη ἀπόλαυση καὶ χαρὰ τὸ πιὸ παραμικρὸ πρᾶγμα. Δυστυχισμένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν τοὺς λείπει τίποτα, καὶ δὲν ἔχουνε τὴν ἐλπίδα νὰ λαχταρήσουνε κάποιο πρᾶγμα, εἴτε φαγητὸ εἶναι, εἴτε ξεκούρασμα, εἴτε ὁμιλία, εἴτε ζεστασιά, εἴτε δροσιά. Καὶ καλότυχοι ἀληθινὰ ὅσοι δὲν τὰ ἔχουνε ὅλα εὔκολα, καὶ γιὰ τοῦτο γίνουνται γιὰ δαύτους ὁλοένα νέα καὶ δροσερὰ ὅλα τὰ πράγματα
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Ένα ποίημα του Χρήστου Μαυρή, δημοσιευμένο στο Ποιείν.


Ο καφές του Μίλτου Σαχτούρη

Του Γιώργου Μαρκόπουλου
για τις υποδείξεις του



Στην Φωκίωνος Νέγρη, όπως πάντα,
ο ποιητης Μίλτος Σαχτούρης
απολαμβάνει τον καφε του
αδιαφορώντας προκλητικα
για τους θαμώνες γύρω του
που κρυφογελάνε και σχολιάζουν
(πικρόχολα μερικες φορές)
γιατι φοράει στα πόδια του
μια κόκκινη και μια άσπρη κάλτσα.

Την ίδια ώρα
πλήθος διψασμένα πουλια
μαζεύονται
πάνω στο στρογγυλο τραπεζάκι
που έχει το φλιτζάνι με τον καφε του
και το αφράτο παξιμάδι του.
Ένα ένα τα πουλια
τσιμπολογάνε ένα σπυρί
από το παξιμάδι του ποιητή
και ύστερα χάνονται
μέσα στην φλεγόμενη πολιτεία
αφήνοντας για ενθύμιον
πάνω στο στρογγυλο τραπεζάκι
απο μια μεγάλη κουτσουλια.

Μια μεγάλη κουτσουλια,
παρόμοια με χρυσαφένιο νόμισμα.

30/7/2004

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

A la pointe acérée

Είναι γυμνές οι φλέβες των ορυκτών, οι κρύσταλλοι
στις πτυχές των πετρωμάτων.
Άγραφο, που
σκλήρυνε κι έγινε γλώσσα, αφήνει
έναν ουρανό ελεύθερο.

(Πρός τα πάνω ριγμένοι, στο φως,
λοξά, έτσι
κι εμείς πλαγιάζουμε.

Πόρτα εσύ μπροστά του άλλοτε, πίνακας
με το σκοτωμένο
αστέρι από κιμωλία:
το 
έχει τώρα ένα μάτι - που διαβάζει;)

Δρόμοι για εκεί.
Ώρα του δάσους πλάι
στο γάργαρο αυλάκι της ρόδας.
Από κάτω
μαζεμένο,
μικρό, σχισμένο
βελανίδι: κάτι ανοιχτό
και μαυρισμένο, που
το ρωτάνε δάχτυλα σκέψεις
για - -
για που;

Για
το ανεπανάληπτο, για
αυτό για 
όλα.

Γάργαροι δρόμοι για εκεί.

Κάτι, που προχωράει, αχαιρέτιστο
σαν να' γινε καρδιά,
έρχεται.

Paul Celan
(μτφρ. Χρήστος Γ. Λάζος)
από τη συλλογή 'Του κανενός το ρόδο'

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Να στέκεσαι, στη σκιά
του στίγματος στον αγέρα.

Για - κανέναν - και - για - τίποτε - να στέκεσαι.
Αγνώριστος,
μόνος για τον εαυτό σου.

Με όλα, όσα βρίσκουν χώρο μέσα του
και χωρίς
λόγια.

Paul Celan
μτφ: Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

[το υστερόγραφο που δεν υστερεί]

Υστερόγραφο

Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι μου
Μη λυπηθείτε

Θα πνεύσει ένας άνεμος φορτωμένος
Νεκρά φύλλα
Φωνές λησμονημένες

Αθόρυβα θα περάσετε
Το παγερό παράθυρο
Που ανοίγει προς τη νύχτα
Νύχτα σκληρή
Πιο τρομερή κι απ’ όλους τους ανέμους
Πιο άδεια κι απ’ την απουσία

Θα ’ναι βαθιά η τρυφερότητά σας
Και το φιλί της αγάπης
Θα σας φωτίσει

Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης
Μη λυπηθείτε φίλοι μου
Μη λυπηθείτε

Ας ταξιδέψει το χαμόγελό σας
Από στόμα σε στόμα

Τάκης Βαρβιτσιώτης

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Θέλω να ‘μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι’ αυτό στέκουνε τόσο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.


Τείνω μ’ όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το πως κοιτάζω απ’ το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ’ ενέργεια με την πρόθεση ν’ αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύτερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγωσαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ’ ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φιλολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρίσκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου.


Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.


[Οδυσσέας Ελύτης, απόσπασμα απ' τον Μικρό Ναυτίλο. 

Για την πανσέληνο και την πρώτη ψυχή.]

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Της αγάπης αίματα


Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο


Οδυσσέας Ελύτης, 1964

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Ένα παλιό μου ποίημα, δημοσιευμένο στο περιοδικό Βακχικόν, με μια μικρή διόρθωση. Ευχαριστώ την φίλη που μου το επεσήμανε.


η ανάγκη

Μία ποίηση χρειάζομαι να σύρει τη λήθη μου στο βάθρο
στο ακροκέραμο της μοναξιάς να ξεχνιέμαι αγαθός
μία ποίηση να μου ραντίζει τις αισθήσεις
και το στήθος να μου πλακώνει ζυγισμένο σε μνήμη
μια ποίηση χρειάζομαι να με βουρκώνει μέσα στις ποιήσεις


χκ

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014


[Το τελευταίο ποίημα του Κωστή Παλαμά, εντός του Β' παγκοσμίου πολέμου]

Ἡ νίκη


Παιδιά μου ὁ πόλεμος,
γιὰ σᾶς περνάει θριαμβευτής·
τῶν ἄδικων ὁ πόλεμος
δὲν εἶν᾿ ἐκδικητής
εἶναι ὁ θυμὸς τῆς ἄνοιξης
καὶ τῆς δημιουργίας;

Κι᾿ ἂν εἶναι, καὶ στὸν πόλεμο
μέσα ἡ ζωὴ θυσία,
ὁ τάφος εἶναι πέρασμα
πρὸς τὴν Ἀθανασία!

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014


Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.


Μανώλης Αναγνωστάκης

[έφυγε σαν σήμερα]

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

[Πρόταση από το (.POEMA..) , στο Ποίημα της Εβδομάδας.

Ποίηση Γ. Ψάλτη από τη συλλογή Παναγίες Ελένες, Ικαρός 2014]



ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

ΙΑ.


Το σημείο προκύπτει, αρχίζει ως γραμμή, τεντώνεται
κάποιες φορές πολύ - οπότε σπάει˙ όμως τις περισσότερες
απλώνεται ώσπου ήσυχα παίρνει ξανά μορφή σημείου˙ σκιάς
που παραμένει φωτισμένη.
Είναι καθοριστική η ησυχία.
Η απλωμένη γραμμή δεν χρειάζεται χάδια ή παρηγοριές˙
την τσαλακώνουν. Εμείς κοιτάμε τη γραμμή με ενοχές
που μαυρίζουν σε όσα δεν έχουν πια σημασία,
καθότι είναι δικές μας - όχι δικές της. Ποτέ δεν ήταν.
Οι σκιές συνεννοούνται αιωνίως.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014


Ίσως αυτή να είναι
Η τελευταία μέρα της ζωής μου.
Το χέρι το δεξί μου σήκωσα τον ήλιο χαιρετώντας.
Μα δεν τον χαιρετούσα για αντίο.
Ήμουν χαρούμενος
Που να τον δω ακόμα μια φορά μπορούσα.
–Αυτό ήταν όλο.


Fernando Pessoa,
μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης

[Fernando Pessoa, Ποιήματα, εισαγωγή-μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Printa: Ποίηση για Πάντα, 2007.]

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

James Wright

Βροχή

Είναι το βύθισμα των πραγμάτων.
Φώτα που αναβοσβήνουν περιφέρονται πάνω από σκοτεινά δέντρα,
Κοπέλες γονατίζουν,
Μιας κουκουβάγιας τα βλέφαρα κλείνουν.
Τα θλιμμένα κόκαλα των χεριών μου βουλιάζουν σε μια κοιλάδα
Παράξενων βράχων.


Ποίημα στην ανθολογία Ποιητές του κόσμου,
επιλ.-μτφρ.: Γιάννης Λειβαδάς, Ομάδα Νεανικής Πολυέκφρασης Αρκαδίας 2007

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014


Ataxia- Live Jam (Audio Only)

https://www.youtube.com/watch?v=juYRhVF74Dk

Ataxia was a short-lived American experimental rock band formed in 2004 by guitarist John Frusciante (Red Hot Chili Peppers), bassist Joe Lally (Fugazi) and drummer Josh Klinghoffer (Red Hot Chili Peppers, Dot Hacker, The Hacker, The Bicycle Thief), who later succeeded Frusciante as the lead guitarist of the Red Hot Chili Peppers.

Ataxia wrote and recorded songs for two weeks, and the material was separated into two albums: Automatic Writing (2004) and AW II (2007). The songs all feature a ground-bass line with the guitar overlaying different motifs and long developments. In March 2008, Lally described the band's writing process:


"The songs would be initiated by me settling into a bass line. While the bass line was forming Josh would be playing and John would start to do something - with a few minutes, with a beat, I’d just keep going. There were no thoughts to it being the 'end product', a recording, but it led to that. The goal was just to see how quickly we could work music into place - I think it was a really interesting exercise for [Frusciante and Klinghoffer]. [...] The project really was just to be a show, not a recording, and no one would ever hear it again."


[πηγή: wikipedia]

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Σαν ξύπνησα
Dylan Thomas



Σαν ξύπνησα, η πόλη μίλησε.
Πουλιά και ρολόγια κι εγκάρσιες καμπάνες
βούιζαν πλάι στο κουλουριασμένο πλήθος,
ακόλαστοι με ουρά στην πυρά,
ζιζάνια και τελώνια του ύπνου,
η διπλανή θάλασσα αφάνιζε
βατράχους και σατανάδες και γυναικείους οιωνούς,
ενώ έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι,
ώς την κορφή μες στο αίμα του,
καρατομούσε το πρωινό,
ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
με τη γυριστή γενειάδα του από κάποιο βιβλίο,
λειάνιζε το τελευταίο φίδι σαν
να 'ταν ραβδί ή λεπτό κλαρί,
με τη γλώσσα του γδαρμένη στο γύρισμα ενός φύλλου.
Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός της κλίνης, το καλό και το κακό,
μετά από ένα νίψιμο περίπατο,
την ακατάσχετη ανάσα θανατικής καταπληξίας
μαμούθ και θάνατο
τη γη όλων.
Εδώ που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα κι οι βάρκες σαν πάπιες
άκουσα, τούτο το πρωινό, ξυπνώντας,
αλλιώτικη από τους θορύβους της πόλης
μια φωνή στον ορθωμένο αέρα,
διόλου προφητική απότοκο δική μου,
να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου.
Χρόνος ανύπαρκτος, είπαν τα ρολόγια, Θεός ανύπαρκτος, σήμαναν οι καμπάνες,
τράβηξα τα λευκά σεντόνια πάνω από τα νησιά
και τα νομίσματα πάνω στα βλέφαρά μου κροτάλισαν σαν όστρακα.


Κυριακή 1 Ιουνίου 2014



2 νέα μου ποιήματα στο e-poema (21ο τεύχος) για την άνοιξη που σήμερα έφυγε..

(http://www.poema.gr/poem.php?id=553&pid)


Προετοιμασία για την άνοιξη

Τώρα που πονέσαμε τις σωματικές μέρες του χειμώνα
στα γλαυκώματα που μετακινήσαμε την τύφλωση
και αποτυπώσαμε το αρνητικό με γυμνά χέρια
Τώρα που πριονίσαμε το αίσθημα της πείνας
που θανατώσαμε τους σκυφτούς
και το λαρύγγι στέγνωσε κι εξουθενώσαμε τη μέρα
Αυτή τη στιγμή που αποστάξαμε κάθε προοπτική κι ό,τι έχει σχέση με το μέλλον
είναι ώρα να κρατήσουμε τον καπνό στα ρουθούνια
Στην περίοδο του εγγενούς μεταβολισμού
να ορθωθεί το πετσί μας
μέχρι να εκπνεύσουμε τον χαλύβδινο ατμό της κίνησης
πάνω στις τραχιογραμμές
Μονάχα αυτόν!
Που θα γεμίζει τα κόκκαλα των εκτάσεων
στη ζέση του πόνου του άλλου



Ενα αίσθημα

Σταματήσαμε να μιλούμε για έρωτα
ήταν και αυτός λίγος μπροστά στην αναγκαιότητα
ο λόγος μας έγινε κούφιος, ξεδιψούσε με το σάλιο
τα μέταλλα των αναμνήσεων έλιωσαν στα χέρια μας
μαράθηκαν ακόμη και τα δάκρυα
και στα είκοσι μοιάζεις τριανταπέντε και πενήντα

Η φωνή έγινε σάρκα
φλεγόμενη μηχανή
μονομερής και έμβολο εποχών
Ξεχάσαμε πώς είναι να φιλάς
ξαπλωμένος στης θάλασσας τη γλώσσα
πώς ήμαστε με τα μάτια ξέθωρα
με τους καταρράκτες ανάμεσα στα πόδια
πώς ξαγρυπνούσαμε με τη ζωηράδα του κουνουπιού
πώς ήταν όταν γράφαμε κάτι μεγάλο
κι άγριο

Και τώρα πια πτυσμένοι στου κόσμου τα κατάρτια
μας φύσηξαν από το χωνί το ομοούσιο της τρέλας
απ' της Αστάρτης την πηγή
και στου νερού τις κλειστές πόρτες
λιμνάσαμε επιχείλια της ευτυχίας
ξεψυχισμένοι από το χάος
γνέφοντας από μακριά
στη ζωή απέναντι

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Tim Buckley: Morning Glory 
https://www.youtube.com/watch?v=MgNxopvE3ro

Για την νοσταλγία που δεν έχει πρωί ή βράδυ

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Η μπαλάντα της σκόνης

Ευγένιος Αρανίτσης


Ανάμεσα σε δυο σκιές πλαγιάζει λυπημένη
η πείνα σου για το τίποτα
επειδή είσαι μικρή κι ευλύγιστη σα μουσική δίχως λόγια
κι έτσι πάντα κάποιον περιμένεις κάτω απ' τα φώτα
δίχως να κάθεσαι
δίχως να υποφέρεις απ' τα δευτερόλεπτα.
Εγώ κι η κόρη μου θα παντρευτούμε λοιπόν
μέσα σε μιαν ανήλιαγη κρεβατοκάμαρα και μέσα
σ' αυτή τη δαπανηρή ταξινόμηση των πραγμάτων,
θα παντρευτούμε αφού υπάρχουν όλες οι ανέχεις κι ο
ηλεκτρισμός
που μας περιμένει σαν ένα φίδι στη τρύπα του
κι η σκόνη που μας προστατεύει σαν αυστηρή μητέρα
κι οι τυφλοί περίπατοι του νερού σ' έναν πρωινό κήπο
όπου η κόρη μου την επομένη του γάμου μας
θα πλένει τα ρούχα και τα ματωμένα σεντόνια.
Ανόητη σκόνη, απευθυνόμαστε στο Θεό μας στον ενικό
Αλλά μ' εσάς θα μεταχειριστώ την ευγένεια εκείνου που κινδυνεύει.
Αν είσαστε πραγματική κυρία θα σας εξηγούσα το γιατί
Eνα ξέσπασμα παιδικού θυμού μπορεί να διακόψει τον
απογευματινό σας ύπνο
και γιατί η μονοτονία της ντροπής μου επιμένει
να σας αφιερώνει αυτό το δυσνόητο ποίημα.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014


Μαρία Πολυδούρη: Περί Αυτοκτονίας


Αυτός που αυτοκτονεί γιατί του ήρθε μια μεγάλη λύπη στη ζωή, αυτός είνε ένας ανάξιος της ζωής, δεν έπρεπε να τον έχη δεχτή καθόλου. Είνε ένας μικρόψυχος. Εξαιρώ όσους αυτοκτονούν γιατί είνε άρρωστοι, είτε σωματικά, είτε ψυχικά. Φυσικά είνε ταπεινωτικό να ζη κανείς στο περιθώριο της ζωής, κι’ όμως να ζη! Μα δεν πρόκειται γι’ αυτούς, τώρα. Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθής όχι η ζωή. // Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! «Καθήκον» λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω –μάλλον τι ξεντύσιμο- για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είναι ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαϋλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ’ αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα. [Αυτή είνε η μεγάλη στιγμή. Η αναμονή του θανάτου για τη δικαίωση, την ανάπαυση, απέριττη και ωραία].

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Νοστάλγησα το απρόσιτο

Νοστάλγησα το πριν και το μετά, όσα ποτέ δεν γνώρισα κι όσα ποτέ μου δεν ελπίζω να γνωρίσω, νοστάλγησα το απρόσιτο, αυτό που ξέρω ότι κάπου ύπαρχει, αυτό που υπάρχει, αυτό που μέσα μου μονάζει κι ανασαίνει θλιμμένα και χαρούμενα, και αντηχεί λυτρωτικά, νυχτερινή προφυλακή εκείνου του δικού μου του άλλου.


Τόλης Νικηφόρου

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Η αλλοτρίωση της έλξης

της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ


Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
Αλήθεια, πώς να περιγράψω
τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει
και μονο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου
θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν’ αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις τον θάνατο.

(από τη συλλογή: Η ανορεξία της ύπαρξης)
[Η μητέρα μου στην εκκλησία]

Νικηφόρου Βρεττάκου


Άλλαξε τη μπόλια* της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου. 

Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Στο φύλλο της ΑΥΓΗΣ που κυκλοφόρησε στις 7/5, για τη στήλη ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ, o ποιητής Θωμάς Ιωάννου επέλεξε ένα ποίημα του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου


ΤΑΦΗ ΠΟΥΛΙΟΥ

Κοπιαστικά ανεβαίναμε στη δημοσιά, καθώς ήταν καρπός
που ρούφηξε ασυλλόγιστα θαλασσινό νερό και τώρα
ξεφλουδιζόταν και μας άφηνε να ιδούμε
μίσχους γυμνούς και σαπισμένα νεύρα φύλλων

Κοπιαστικά ανεβαίναμε προς τους σταυρούς. Κανένας
δεν απαντούσε κι έκαιγα από λύσσα
παράφρονη, αδύναμος σαν τα κουρελιασμένα
παιδιά μπρος στις γιορταστικές βιτρίνες που ανάβουνε
πλάθοντας μέσα τους βαθιά ένα θαύμα

Κι όταν νύχτα και γη αγκάλιασαν το πρόσωπό του
ακούστηκε
τρίξιμο σιγανό πουλιού κι όλα έγιναν σαν τίποτε
να μην είχε αρχίσει μες στο χώμα

ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
Από τη συλλογή ‘’Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΩΝΑ’’ , 1960

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά


Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι
ν’ αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία
να με ξεπλύνεις απ’ την περασμένη άνοιξη
Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Ο Sigmund Freud παραλύει την ύλη, όπως παρατηρεί την παράλυση στην ασθένεια, για να μιλήσει για εκείνο που δεν φαίνεται. Χτίζει ένα ολόκληρο θεωρητικό οικοδόμημα που δεν θα αποδειχθεί ποτέ καθαυτό, αλλά θα ανοικοδομείται μέσα απ' τις εκφάνσεις του. Αυτό άλλωστε δεν τόλμησε κι ο Einstein; Να δημιουργεί κάτι πρωτότυπο και νέο, με την αυτονομία και το ρίσκο που κάθε πρωτοτυπία απαιτεί. Γι' αυτό κι εμένα μου αρέσει, γιατί ήταν ένας ειλικρινής τυχοδιώκτης. 
Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1856.


'Δεν είμαι σε καμία περίπτωση ένας άνθρωπος της επιστήμης, ένας παρατηρητής, ένας πειραματιστής, ένας διανοητής. Δεν είμαι τίποτε άλλο από ένας conquistador εξ ιδιοσυγκρασίας, ένας τυχοδιώκτης, αν θέλεις να το μεταφράσεις έτσι, με την περιέργεια, την τόλμη και την επιμονή ενός τέτοιου είδους ανθρώπου. Συνήθως εκτιμούμε αυτά τα άτομα μόνο όταν έχουν γνωρίσει την επιτυχία, όταν έχουν πραγματικά ανακαλύψει κάτι, αν όμως αυτό δεν γίνει, τους έχουμε στα αζήτητα. Προς το παρόν η τύχη με έχει εγκαταλείψει, δεν βρίσκω τίποτε καλό.'

Γράμμα στον Wilhelm Fliess (1/2/1900).




Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Οι πόνοι της Παναγίας
Κώστας Βάρναλης


Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
[…]
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
απ’ την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Το μυστικό του δείπνου

Γ. Βαρβέρη

Αφού το Πάσχα τέλειωσε
ύστερα από μια τέτοιαν εβδομάδα
κάθισαν όλοι οι μαθητές
γύρω απ’ τον Κύριο
να ξεκουραστούν και να ξαναδειπνήσουν.
Κανείς δεν είχε διάθεση
για φαγητό και για κουβέντες
τα σκέπαζε όλα μια σεπτή κατήφεια
ανάμεσα σε απορία και τύψη.
Και είπεν ο Κύριος:
“Παιδιά μου
το ξέρω πια πως όλοι σας
απόστολοι κι απλοί πιστοί
μ’ έχετε κάποτε προδώσει.
Εκτός απ’ όσους
μετέτρεψαν σε ομηρία την πίστη
διεκδίκησαν εκ του ασφαλούς τη βασιλεία
φοβήθηκαν και δεν εμπιστευθήκαν το έλεος
και βίαια ταπείνωσαν εαυτούς για να υψωθούνε.


Ενάρετοι κι αμαρτωλοί λοιπόν, παιδιά μου
όλοι μια μέρα θα συγχωρεθούν
εκτός απ’ τους δειλούς εκείνους
που δεν τολμήσανε να με προδώσουν.

Σήμερα το χκ κλείνει 1 χρόνο ζωής. Ένα ποίημα 'εορταστικό' και κάπως επίκαιρο 
από τις κερασιές:


Ο δρόμος με τα κόκκινα δέντρα


Το μοναστήρι κάθεται στην κορυφή της πλαγιάς με τα

μήλα και τα υπόλοιπα, συγγενικά, αγαπημένα και πα-

νάγαθα φρούτα. Σήμερα είναι μια διαυγής, χειμωνιάτικη

μέρα. Τα βήματα μουλιάζουν στο μπετόν και τα πόδια

μου γίνονται γκρι από πάνω ώς κάτω λερώνοντας τα

όνειρα των προσκυνητών. Οι λεύκες με συντροφεύουν,

τρέχουν συχνά μπροστά και σφυρίζουν ανέμελα ένα ρυθ-

μικό εμβατήριο. είναι αγγελικές. Στάζουν αίμα και οι

ώμοι τους αγγίζουν τον ουρανό. περπατώ ευθυτενής.

Αποφεύγω τα πουλιά που πετούν ψηλά και δεν τα

φτάνω ούτε στις μύτες. Τα ερπετά που σέρνονται λίγο

πιο πάνω απ’ την υπόληψή μου. Χαιρετώ τις πεταλού-

δες με το μέτωπο καθαρό, αφού ξέρω ότι δεν έζησαν

χθες για να δουν τα αίσχη μου. εκεί που θα πάω, σκέ-

φτομαι, θα ακουμπήσω τον ουρανό κι εγώ μαζί με όλα τα

στοιχειά της φύσης. Θα ξυπνάω το πρωί μ’ ένα αγιό-

κλημα στο στόμα και το βράδυ θα φυτεύω κισσούς να

ξορκίσω και το τελευταίο, ανθρωπόμορφο υβρίδιο που

θέλει το κακό μου. Ροδίζουν τα μάγουλά μου, όχι από

ενοχή! μα η βροχή χθες βράδυ ήταν πολύ κομψή, φο-

ρούσε κόκκινο κραγιόν και με φίλησε δυο αμαρτίες σταυ-

ρωτά. Ξεκουμπώνω το πουκάμισο να φουσκώσει το

στήθος λίγο ανάταση. Οι λέξεις φόρεσαν παλτό και βγή-

καν ξεσκούφωτες. Θα μου παγώσουν... Και πώς θα προ-

σεύχομαι… Ένας περαστικός με παχιά δάχτυλα μου

έριξε μια ματιά. Απορώ γιατί δε ζήτησε αντάλλαγμα.

Θα έδινα όλη μου την αγιότητα για λίγα κεράσια, σκέ-

φτηκα. Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επα-

νάσταση. μήπως να γυρίσω πίσω. Όχι. Τα βήματα με

προλαβαίνουν σε κάθε ανηφόρα. Οι μοναχοί θα δει-

πνήσουν στις εφτά κι ο θεός αργότερα. Δεν θα προλάβω

και μου ‘ρχεται να κλαίω. Το παραλήρημα συμβαίνει

πριν το δείπνο. Οι πάλλευκες λεύκες μου ροκανίζουν

τα σωθικά με πόνο. Το άσπρο είναι απειλητικό για έναν

καλόγερο. Θα ντύσω τις αγαπημένες μου λεύκες πορ-

φύρα από ροδόνερα. εξάλλου, ως γνωστόν, το κόκκινο

σερβίρει μόνο ψευδαισθήσεις. Θα πέσω στο πιο κο-

ντινό χαντάκι, για να με βρουν γρήγορα και να με θά-

ψουν μαζί με τις εικόνες και τα αίματα. Θα ξαπλώσω

και θα πάρω θέση αθάνατου. Θα σταυρώσω τα χέρια.

Τα παχιά δάχτυλα θα μ’ αγκαλιάσουν σφιχτά γύρω απ’

το λαιμό (που κρατάει με αφθαρσία ένα κεφάλι γεμάτο

όραμα από έναν πολύ πιο όμορφο παράδεισο). Το κόκ-

κινο δεν είναι πουθενά, μόνο στις αμαρτίες. περπατάω

ευθυτενής ώς το τέλος.

Έφτασα. Έχω γεράσει δέκα χρόνια.


[Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επανάσταση, 2012]

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Μ. Τρίτη
Το Τροπάριο της Κασσιανής

Μεταγραφή Γ. Χειμωνάς



Κύριε,
Ἐγώ ἡ γυναίκα
ἡ μολυσμένη τῶν ἁμαρτιῶν
στά σπλάχνα μου αἰσθάνθηκα τήν θεότητά σου
κι ἔγινα μυροφόρος
Με ὀδυρμούς μῦρα
ἀκουμπῶ ἐμπρός ἀπό τόν τάφο σου
Ἄ Τά σπλάχνα μου ἡ νύχτα τά κατέχει
Μανία ἡ ἀκολασία μου
Σκοτάδι καί θάνατος τῆς σελήνης
ὁ ἔρως μου τῆς ἁμαρτίας
Πᾶρε τὰ μάτια μου μαζί μέ τά δάκρυά τους ἐσύ
πού ὅρισες ἡ θάλασσα νά κατάγεται ἀπό τα σύννεφα
Κλῖνε πάνω ἀπὸ τὸν στεναγμὸ
τὸν πιὸ βαθύ τῆς καρδιᾶς μου
Ἐσύ πού ἔκαμψες τούς οὐρανούς
γιά νά χωρέσει τό ἄφατο
Θέλω να φιλήσω τα πόδια σου τά ἀνέγγιχτα
καί νά τά προστατεύω
μέσα στίς θηλειές τῶν μαλλιῶν μου
Στό σούρουπο τοῦ παράδεισου ἡ Εὔα
τούς κρότους ἀκούει καί ταράζεται
τρόμαξε καί ἐκρύφτη
Σωτῆρα μου καί τῶν ψυχῶν σωτῆρα
Ποιός τό κουβάρι τῶν ἁμαρτιῶν μου
θά ἔρθει νά ξετυλίξει
Στῆς τιμωρίας σου τήν ἄβυσσο
ποιος πῶς νά κρατηθεί
Μήν ἀποστρέψεις τό βλέμμα σου ἀπό πάνω μου
Βλέπε με. Τήν δούλη σου
Ἐσύ πού εἶσαι τό ἔλεος