Μία ξένη γλώσσα μιλάει όλη η γενιά μου. Τη μάθαμε μέχρι το κόκαλο, σαν σχολιαρούδια επιστρέψαμε στο αλφάβητο και στη γραμματική. Δεν μιλούμε τη δική μας γλώσσα. Εκείνη δεν ανοίγει καμία πόρτα, δεν την καταλαβαίνει κανείς, this all sounds Greek to all. Από τα blues του αποχωρισμού προχωρήσαμε μπροστά και πίσω, ζήσαμε εποχές που κάποτε μας ξένιζαν, σκλήρυνε ο πυρήνας.
Ξέχασα τους κανόνες του δημοτικού, σχεδόν αποποιήθηκα την παιδική μου ηλικία.
Η ξένη γλώσσα με στερέωσε στις σπουδές και στη δουλειά. Η ξένη γλώσσα με ανέπτυξε επίσης κοινωνικά και έμαθα να αξιοποιώ τις δεξιότητές μου μέσω ενός προφίλ πιο ξενικού, πιο φορμαλιτέ, ή λιγότερο αυθόρμητου για να το θέσω αλλιώς. Και έτσι κατά κάποιο τρόπο η γλώσσα μου που μιλούσα στο σπίτι, ενοχοποιήθηκε. Κι αυτό που βία πρέπει να εγγραφεί στο ενδοψυχικό είναι μια άλλη γλώσσα συνδεδεμένη με τον ιδανικό εαυτό, το πτυχίο, το μάστερ, τον μάνατζερ, τον καθηγητή. Και καμιά φορά όταν μας ακούω σε αυτήν τη γλώσσα, είναι σαν να δίνουμε παράσταση, σαν να προσπαθούμε να πείσουμε τον άλλο μας εαυτό ότι τα μάθαμε καλά.
Κι ύστερα όταν θα είμαι σπίτι, θα σκέφτομαι καμιά φορά ενοχικά, όπως όταν σπάνια καπνίζω ένα τσιγάρο στο μπάνιο, στη δική μου τη γλώσσα, τις χαζομάρες που με κάνουν να γελάω, τους φίλους που μου λείπουν.
Λιγοστά στα φανερά, θα κάνω παρέα με τα πατριωτάκια και τις νοσταλγίες μας, θα γράφω στα Ελληνικά, θα περιθωριοποιούμαι απ’ τα διεθνή δρώμενα και μαγνητικά θα τραβιέμαι προς την απομόνωση. Την απομόνωση της γλώσσας μου…
Εκείνο όμως που μονώνει αυτή η γλώσσα δεν κρύβεται μέσα στα αλφάβητα και στα σήματα του λόγου, αλλά στα συναισθήματα που λείπουν απ’ την ιστορία. Αυτό που με πειράζει, δεν είναι ότι αλλάζω γλώσσα, αλλά ότι μιλώντας την άλλη γλώσσα, μου λείπει η δική μου. Κι έτσι η ξένη γλώσσα μέσα μου δεν έχει κεραμίδι, και οι λέξεις της έχουν μουχλιάσει πριν ακόμα βραχούν.
Αντιστέκομαι λοιπόν στην ξένη τοπολογία. Γιατί είναι αντιστασιακή η ελληνική μου φύση, αντιστέκεται σε ό,τι έχει να κάνει με συστηματική ομοιομορφία. Έτσι αγαπήθηκε αυτή η ρομαντική αναρχία μέσα μου, έγινε το αίσθημα της απόλαυσης και έχασε το κύρος μίας εύγεστης και υποσχόμενης γλώσσας. Έγινε απλά το κτήμα μου, που κινδυνεύει να καταπατηθεί απ’ την ξενοκρατία.
Το θέμα όμως είναι κάποτε να καταλάβω ότι αντίσταση δεν σημαίνει ότι αγαπώ τη γλώσσα μου αποκλειστικά. Μπορεί και να σημαίνει ότι θέλω να τη φωνάξω για να μην την ακούσω, να την ουρλιάξω για να μη δω τις ελλείψεις της. Και αυτό που νομίζω χρειάζεται να κάνω είναι να ακούσω τη γλώσσα μου όπως είναι, πονεμένη, να την καταλάβω και να την ξαναμάθω απ’ την αρχή της. Και όταν πια αρχίσω να αντέχω τις πληγές της στο σώμα μου, τότε να της μιλήσω σε όποια γλώσσα θέλω. Να την αρθρώνω, χωρίς να φοβάμαι μην την ξεχάσω. Να μην τίθεται θέμα ταυτότητας γλώσσας. Μα η ταυτότητα να έχει εν-τυπωθεί μέσα μου ως σιωπηλή κι αδιαπραγμάτευτη συνθήκη.
Και να ‘ναι και η ξένη και η δική μου γλώσσα μία.
Γιατί ‘ναι όμορφη η γλώσσα πέρα απ’ τη γλώσσα, είναι σαν να μαθαίνεις να κουβαλάς το κεραμίδι σου, στ’ αλήθεια.
(στο Protagon, στην στήλη των Αναγνωστών)