Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1 (1957): 

…και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας
είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Τάσος Λειβαδίτης 
Γυμνὰ χέρια


……Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια
……καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο,
……ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.


Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Αισιοδοξία, Κώστα Καρυωτάκη
για το σκοτάδι που έρχεται πιο νωρίς:




Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Το πάρτυ - Δημήτρης Χορν από τη μουσική παράσταση Οδός Ονείρων σε μουσικη του Μάνου Χατζιδάκι
http://www.youtube.com/watch?v=LjHVpQnDROo

Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί,
κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα θελε να ζει, γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή και
όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία
μέσα σ αυτό το δρόμο γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε,
μαζί με μας και τα όνειρα μας, μαζί με μας και τα παιδιά μας.


Γι' αυτό ένα πάρτυ σ' αυτό το δρόμο
είναι πιο θλιβερό και από τον ίδιο το θάνατο,
είναι ένα γραμμόφωνο που ολοένα ξεκουρδίζεται,
δυο ιδρωμένα χέρια στο άσπρο φόρεμα ενός κοριτσιού,
ένας σκύλος που απορεί,
ένα ποτήρι αδειανό στην άκρη της αυλής μου,
μια κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά της,
ένας κρυφός αναστεναγμός,
ένα αρπαχτικό βλέμμα θηρίου που δεν τολμάει να αγγίξει,
ένα κλουβί στην πόρτα σου με ένα πουλί που κοιμάται...


Γι' αυτό ένα πάρτυ στην Οδό των Ονείρων
είναι πιο θλιβερή και από τη στιγμή του ονείρου,
είναι ένα ξέφτισμα ζωής,
ένα παιχνίδι χάρτινο στα χέρια των αγγέλων.


Κοιτάχτε τούτο το κλουβί
είναι λιγάκι πιο μεγάλο από την καρδιά μου,
κι όμως δεν μπορεί να χωρέσει την αγάπη μου,
κοιτάχτε και τούτο το κορίτσι
θα του χαρίσω το κλουβί κι ένα τραγούδι θα μου πει...
για το πουλί που χάθηκε, για το πουλί που πια δε ζε

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Η γιαγιά μου, αδελφική φίλη της αδερφής του, Μιράντας, τον θυμάται να κοιμάται στο σαλόνι κουλουριασμένος πάνω σ' ένα ξύλινο μπαούλο τα πρωινά, για να ξυπνάει τα βράδια και να ζει. Σιωπηλός, λέει, μιλούσε μόνο μουσική. Και καμιά φορά θυμόταν την μητέρα του.

''Οι αστερισμοί κι η μουσική είναι το ιδιαίτερό μου δωμάτιο''
Μάνος Χατζιδάκις:

http://www.youtube.com/watch?v=aGWTXxXpEeM&feature=player_detailpage

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η λιμνούλα ψηλά συνέχεια αχνίζει. Ποια μάγισσα θα σηκωθεί πάνω στο λευκό ηλιοβασίλεμα ; Ποιά βιολετιά φυλλώματα θα κατέβουν ;

A. Rimbaud


ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΙΙΙ

Στο δάσος, υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματάει και σας κάνει να κοκκινίζετε.

Υπάρχει ένα ρολόι που δεν κτυπά.

Υπάρχει ένα έλος με μια φωλιά ζώων λευκών.

Υπάρχει ένας καθεδρικός ναός που κατεβαίνει και μια λίμνη που ανεβαίνει.

Υπάρχει ένα μικρό αμάξι παρατημένο μέσα στη λόχμη, ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας με κορδέλες σκεπασμένο.

Υπάρχει ένα μπουλούκι μικρών ηθοποιών με κουστούμια, που διακρίνονται πάνω στο δρόμο μέσα από τις παρυφές του δάσους.

Υπάρχει τέλος πάντων, όταν πεινάμε και διψάμε, κάποιος που σας κυνηγά.

IV

Είμαι ο άγιος, σε προσευχή πάνω στην ταράτσα,- όπως τα ζώα τα ειρηνικά βόσκουν στη θάλασσα της Παλαιστίνης.

Είμαι ο επιστήμων στην πολυθρόνα τη σκοτεινή. Τα κλαδιά και η βροχή σπρώχνονται στα παράθυρα της βιβλιοθήκης.

Είμαι ο πεζοπόρος του μεγάλου δρόμου από τα χαμηλά δάση. Ο θόρυβος από τους υδατοφράκτες σκεπάζει τις πατημασιές μου. Βλέπω για πολλή ώρα τη μελαγχολική χρυσή μπουγάδα της δύσης.

Θα ήμουν για τα καλά το παιδί το παρατημένο πάνω στην προκυμαία τη φευγάτη για τη μεγάλη θάλασσα, ο μικρός υπηρέτης που ακολουθεί την δεντροστοιχία και που το μέτωπό του ακουμπά τον ουρανό.

Τα μονοπάτια είναι σκληρά. Τα βουναλάκια σκεπάζονται με σπαρτά. Ο αέρας είναι ακίνητος. Πόσο τα πουλιά και οι πηγές είναι μακριά. Ίσως είναι το τέλος του κόσμου, που ξεκινάει.

A.Rimbaud


Φθινόπωρο. Κι η βάρκα μας απάνου σε ακίνητες ομίχλες, πισωγυρίζει στης δυστυχίας το λιμάνι, στη θεόρατη πόλη μ’ ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά. Α! τα δυσώδη κουρέλια, το μουλιασμένο με βροχή ψωμί, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Πότε επιτέλους θα αποκάμει τούτη η αιματορουφίχτρα, των μυριάδων ψυχών και πτωμάτων, βασίλισσα, που θα κριθούν! Βλέπω ξανά τον εαυτό μου, η σάρκα μου διαβρωμένη απ’ τη λάσπη και την πανούκλα, σκουλήκια γεμάτα τα μαλλιά κι οι μασχάλες μου κι ακόμα μεγαλύτερα σκουλήκια στην καρδιά μου, ξαπλωμένα μεταξύ αγνώστων δίχως ηλικία, δίχως αίσθημα…Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί…Φρικτή μνήμη! Απεχθάνομαι την μιζέρια.
Και τρέμω το χειμώνα, επειδή της άνεσης χαρακτηρίζεται εποχή!

Μια εποχή στην κόλαση, A. Rimbaud (απόσπασμα σε μτφ Γ. Αντιόχου)


ΠΡΩΙ


Μήπως μια φορά δεν είχα νιότη αξιαγάπητη, ηρωική, μυθική, χαραγμένη σε φύλλα χρυσού, τόσο τυχερός! Για ποιο κρίμα, ποιο λάθος με την παρούσα αδυναμία μου πληρώνω; Συ που ισχυρίστηκες ότι τα ζώα τη θλίψη τους με αναφιλητά δηλώνουν, ότι οι ασθενείς απελπίζονται, ότι οι νεκροί απ΄ εφιάλτες κατατρέχονται, προσπάθησε να αφηγηθείς την πτώση και τον ύπνο μου. Όσο για μένα, δεν μπορώ να με φανταστώ σαν τον επαίτη με τ΄ αδιάκοπα Πάτερ ημών και τα Ave Maria. Να μιλώ, άλλο δεν μπορώ.


Ωστόσο, σήμερα, σκέφτηκα να τελειώσω την εξιστόρηση της κόλασης μου. Κι ήταν στα σίγουρα η Κόλαση, η αρχαία κόλαση, αυτή που ο Υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της.


Από την ίδια έρημο, την ίδια νύχτα, πάντα τα εξαντλημένα μάτια μου ξυπνούν στο ασημένιο αστέρι, πάντοτε, χωρίς να των Βασιλιάδων της ζωής συγκίνηση, οι τρεις μάγοι, η καρδιά, η ψυχή, το πνεύμα.


Πότε θα φύγουμε πέρα απ΄ τις ακτές και τα βουνά, να χαιρετίσουμε τη γέννηση του νέου μόχθου, της νέας σοφίας, τη φυγή των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος της προκατάληψης, να λατρέψουμε – πρώτοι εμείς! – Χριστού τη γέννηση στη γη.


Το ουράνιο τραγούδι, η πορεία των λαών!
Σκλάβοι, μην καταριόμαστε τη ζωή.

Α. Rimbaud. Μια εποχή στην κόλαση (απόσπασμα σε μετάφραση Γ. Αντιόχου)

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Ηλιοτρόπιο

Ανέκαθεν σε φρόντιζε ο ήλιος
στραμμένος προς τη θλίψη σου
εφεδρικός ήρωας στα όνειρά σου
δεμένη πάνω του η συμπόνοια
χρεωμένη η θάλασσα με σίδερα
που λιώνουν 
αδήριτα.

Ανέστη Μελιδώνη, από τη συλλογή Αστέρια από χαρτί.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

το ποίημα μου το θύμισε η Τάνια Σκραπαλιώρη, ποιήτρια, σήμερα. (Φοριέται κι ο Καβάφης τελευταία)

Μισή Ώρα

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα 
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Αλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ' έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές -βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός-
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ' έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ' όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ΄ναι το σώμα σου κοντά.

Κ.Π.Κ.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Η πρωτοβουλία της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση να επιλεχθούν στίχοι του Καβάφη και να τοποθετηθούν σε όλη την Αθήνα σαν εγχείρημα είναι πρωτοποριακό και φέρνει την ποίηση στην ρέουσα ζωή, εκεί που γράφτηκε και εκεί που στην πραγματικότητα μιλάει. Παρόλα αυτά, όπως είδα σήμερα ότι γράφει και η Ν. Χατζηαντωνίου, είναι σημαντικό το γεγονός ότι ορισμένοι απ' τους στίχους αυτούς έχουν αποκοπεί απ' το υπόλοιπο ποίημα, με αποτέλεσμα να δίνουν νόημα διαφορετικό απ' αυτό στο οποίο στοχεύει ο ποιητής. Εξάλλου, ο Καβάφης συχνά μιλάει σαρκαστικά, κάτι που δεν αναδεικνύεται σ' έναν μεμονωμένο στίχο, με την έννοια ότι μπορεί ο ποιητής να εννοεί το ακριβώς αντίθετο απ' αυτό που γράφει. Και αυτό γιατί η αυτοτέλεια του Καβάφη βρίσκεται στο ποίημα που αποτελεί όχι ένα μερικό αντικείμενο που βγάζει κραυγές, αλλά έναν εν ζωή οργανισμό, που μέσα από την σύνθεση των αντινομιών του, στοιχειοθετεί το όλο και μιλάει μέσα απ' την ατμόσφαιρα που αναδύει. 

παρακάτω παραθέτω και το άρθρο της Ν. Χατζηαντωνίου: http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes--politismos&id=392462

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Ακόμα δεν μπόρεσα...

Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ
πάνω στην καταστροφή
δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους,
δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε
από τη συντροφιά μου,
πως έχασαν τον αέρα που εγώ αναπνέω
και πως η μουσική των λουλουδιών,
ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα
δεν έρχεται στ' αυτιά τους·
ακόμα δεν χλιμίντρισαν τ' άλογα
που θα με φέρουν πλάι τους.
Να τους μιλήσω,
να κλάψω μαζί τους
και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους·
όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος,
σαν τίποτα να μην είχε γίνει
σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω από τα κεφάλια μας.

Γιώργου Σαραντάρη

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Ανασαίνεις απ' τα χείλη ή απ' την κρύπτη του έρωτα;

(Ερωτηματικά στο σκοτάδι- από τις κερασιές)

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Γενεολογικό των μυδραλίων

Δεν είμαι ο λόγος που η φωτιά 
                χυμάει της κουκουναριάς
    τραβώντας του τ' αυτιά του Ήλιου.

Ας πάει να καυχιέται ο κόχυλας
           ότι κρατάει σόι από βροχή
               κι από αιώρα κίτρου.
Δεν διαβάζονται τ' αρχοντολόγια 
            από έναν Οχτώβρη βορεινό και δώθε
μόνον άκου: τα μυδράλια
                     κατάγονται από κίνδυνο
           κι από κουδουνίστρα επανάστασης 
                      οιακίζοντας αλφάβητο.

Ε. Κακναβάτος, 1996 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

11 σχεδόν λεπτά με χαλί κίτρινα φύλλα απ' τον σαξοφωνίστα Julian ''Cannonball'' Adderley, στο άλμπουμ Something Else (1958).
http://www.youtube.com/watch?v=PPHtQn1t1n4

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

κάποτε καθηλωμένος από το άσθμα, εκείνος έγραφε τους πιο λυπημένους στίχους: Ο Κ. Μαυρουδής για το πράσινο τετράδιο και την ιδιωτική γραφή του Che Guevara 
http://costas-mavroudis.blogspot.no/2009/05/h.html

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς κι ηλιοκαείς τροχιοδρόμους.

χάλκινος Ανδρέας Εμπειρίκος (απόσπασμα από τον Πλόκαμο της Αλταμίρας), και η φτερωτή Βubamara των Βαλκανίων: http://www.youtube.com/watch?v=Qg44qKSbsdQ

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

για την ροή στα τοιχώματα της φύσης, από το στόμα του Ανδρέα Εμπειρίκου:

Τα ανδραγαθήματα των μικρών τατάρων και οι ερωτικές των περιπέτειες, βρίσκουν μέσα στο νου μου ένα πεδίον συγκεντρώσεως στις όχθες του Αμούρ. Στη εκλογή αυτού του ποταμού της Σιβηρίας, συνετέλεσε το γεγονός ότι το όνομά του εις την γαλλικήν σημαίνει έρως, και το ότι ο ποταμός Αμούρ διασχίζει χώρες που κατοικούνται από μογγολικές φυλές, στις οποίες ανήκουν και οι τάταροι των παιδικών μου αναμνήσεων. Μα και η αγάπη μου για τις μακρυνές αυτές χώρες, που συμβολίζουν για μένα, άλλα αρχέτυπα αγάπης -Ρωσία, η μητέρα- (η μάνα μου είναι κατά το ήμισυ Ρωσσίς) έπαιξε ένα ρόλο πολύ σημαντικό στην εξεύρεσι αυτού του πεδίου, το οποίον, από τη στιγμή που ευρέθη, αποτελεί πλέον σημείο εξορμήσεως και επιστροφής του πλήθους των συσχετίσεων που έρχονται και αποχωρούν απανωτά μέσα στο νου μου, σαν άμπωτις και πλημμυρίς. Και ο Αμούρ ποτίζει πάντοτε την χώρα αυτή. Το έπος των μικρών τατάρων του Τσόργκουν, το διαδέχεται εδώ, καθώς αντίλαλος των ιαχών αυτών των αγοριών, αλαλαγμός μογγόλων και κοζάκων ζαπορόγων, πέρα από τις στέππες των Κιργκίζ. Τις ατέρμονες ερημικές εκτάσεις, που ενιαχού τις σκεπάζει η τούνδρα, μέσα στη φλόγα του καλοκαιριού, και αλλού τις καλύπτουν πυκνά και παμμεγέθη δάση, τις διασχίζουν τα μικρά νευρώδη ιππάρια των νομάδων και των κατακτητών, ενώ εις τον γλαυκόν αιθέρα, ταξειδεύουν ακοίμητοι και έτοιμοι πάντοτε να επιτεθούν, γύπες και αετοί από τα Αλτάϊα και τα Ιαβλονόϊα όρη, κουρσεύοντας στον διάβα των την πανίδα των υψιπέδων. Αίφνης ένας ήχος οξύς σαν διαπεραστική κραυγή ξεσχίζει τον αέρα. Τούτη τη φορά δεν προέρχεται από ζώο που το χτύπησαν θανάσιμα τα νύχια και το ράμφος ενός αρπακτικού. Μία τολύπη σκάει στον ορίζοντα και ευθύς την ακολουθούν κι άλλες πολλές, αμέτρητες -τόσες που σχηματίζουν ένα σύννεφο, που το σπρώχνει και το κατευθύνει η φορά του ανέμου. Μια βουή υπόκωφη πλησιάζει και ένας γδούπος ακούεται σαν να διαβαίνη μια αγέλη μαμούθ, ή από γιγαντιαία ελάφια του τεταρτογενούς. Έτσι περνά ο Υπερσιβηρικός, ο χαλύβδινος ρήγας της Ασίας.
Κι ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέει, ποτίζοντας όχι μόνο τις χώρες που διασχίζει, από τα Ιαβλονόϊα όρη μέχρι των εκβολών του στην Οχοτσκική, μα και ολόκληρη την ενδοχώρα εις την οποία εισεχώρησε και που ένα μικρό της μόνον μέρος περιέχουν οι σελίδες τούτες.
Και είναι για μένα πάντοτε ο Αμούρ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως.
Προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύωνται πάλι πάντοτε από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας, και σχετικά και άσχετα με τις συνειδητές βουλές μας. Στις όχθες του, θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύωνται, θα θρηνούν και θα αγάλλονται, θα διψούν και θα δροσίζονται, όσοι από εμάς λέγουν το ναι, και όσοι από εμάς λέγουν το όχι.
Είπα πάντοτε Ναι. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέη ο Αμούρ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες, όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και  με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη την δύναμι των πνευμόνων μου:
"Αμούρ! Αμούρ!"

(Απόσπασμα από το Αμούρ-Αμούρ, του Α. Εμπειρίκου)

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Our death is in the cool of night,
our life is in the pool of day.
The darkness glows, I' m drowning,
the day has tired me with light.

Over my head in leaves grown deep,
sings the young nightingale.
It only sings of love there,
I hear it in my sleep.

Death, Heinrich Heine

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Σαν σήμερα έφυγε εθελούσια η Κατερίνα Γώγου- Θα 'ρθεί καιρός:
 http://www.youtube.com/watch?v=CVCO7Fd9GCU

Θυμάσαι, Μαρία, στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι 
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη; 
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα...
από τα Ελεγεία της Οξώπετρας που κυκλοφόρησε το 1991 όταν ο ποιητής ήταν πια 80 ετών: 

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ' ασημένιο πρόσωπο άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
                   Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο 
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν
        αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από 
        τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε
        ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός κι αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
                              μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ΄να τους πλευρό, τ΄άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να' ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

Περασμένα Μεσάνυχτα, Οδυσσέας Ελύτης