Τρίτη 16 Απριλίου 2013


ποίηση ρέουσα και καθοδόν πεζή:

Και ανάμεσα εις τα φύκη και τα ξύλα και τα όστρακα, ράκη από δίκτυα και φελλοί, και σκασμένα στίλβοντα, ως απολιθωμένα, μικρά ψαράκια. Και ανάμεσα εις όλ' αυτά, τόπια και πανάκια λευκά, πεταμένα, και μάγια... 
Ανέλαβα εν εξ αυτών- και μετέπειτα ένιψα επτάκις την χείρα εις το κύμα- και το έσχισα, να ιδώ τι είχε μέσα. Ήτον είδος τόπι, σφαίρα από ύφασμα πυκνόν και σφιχτόν. Περιείχε πανί και κλωστήν, και πάλιν πανί και παραμέσα πάλιν άλλο πανί και κλωστήν- όμοια με τα κυτία εκείνα τα οποία παρουσιάζει εις τους χάσκοντας θεατάς ο θαυματοποιός, κυτία μικρά, και κυτία μκρότερα αλλεπάλληλα επ' άπειρον. Τι είδους φίλτρα να εσήμαινεν άρα τούτο;
Ίσως τα φυλλοκάρδια, τα μύχια του εραστού, εννόει να τα δέση η κόρη, ως με πανί και κλωστήν, με μόνον τ' όνομα και την ενθύμησίν της επ' άπειρον. Και η κόρη, ήτις εκατώκει βέβαια εις το ύψος του βράχου εκείνου προς ανατολάς, εις την εσχατιάν της πολίχνης, είχε ρίψει το περίαπτον εις την θάλασσαν δια να την μαγεύση- ή μάλλον με την εντολήν όπως το μεταβιβάση αυτή εις τον νέον των ονείρων της, θαλασσινόν, αρμενίζοντα εις τα πικρά κύματα. Και η θάλασσα, άτρωτος εις τα μάγια και μη θέλουσα να επαγγέλλεται την προμνήστριαν, το εξέρασε μαζί με τόσα άλλα περιττά πράγματα, και το παρέπεμψεν εις την χονδρήν άμμον.  

Φλώρα ή Λαύρα, Α. Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου