Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Αργά πλησιάζεις.
Σεπτέμβρης.
Μεθυσμένοι τοίχοι γεννούν χελιδόνια.
Καραβάνια από κύματα.
Κάπου

Πέρασμα στ΄, Χ. Κρεμνιώτη

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Έφηβη νύχτα, γερασμένο φως.

Φυγή φυτρώνει στα φτερά των παφλασμών.
Τα πουλιά παλεμένα φουσκώνουν: 

λεπίδες αντιστίξεως στον Απηλιώτη.
Εγκάρσια αποσπάσματα του μπλε.


             Έκτακτη ανάγκη:
                                      ...μην βραδιάζεις


Πέρασμα λ΄, Χρίστου Κρεμνιώτη από την Εφηβεία του Μπλε

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Η ζωή αδειάζει 
καθώς διάφανα ανέρχονται
σύννεφα ολόγιομα
ηλιοκεντημένα

Βράδιασμα, 1917 G. Ungaretti

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Με τα μάτια σιδερώνεις ουρανούς 
και ατσαλάκωτα σύννεφα λειαίνουν τις Τύψεις μου,
είπε η λουόμενη στο γλάρο της στα μάτια
κι έκρυψε τα στήθη της σε κάτι αφιλόξενες ξέρες

τη στιγμή που γυαλίζεις τα μάτια σου 
βαλσαμώνονται οι λέξεις,
απαντάει ο γλάρος φιλήδονα στη γύμνια της

κι οι Τύψεις τους χοντρές βαριές κι ασήκωτες γυναίκες
θεϊκής υπόστασης
με μαλλιά κοκαλωμένα
με χείλη ηχηρά
με αιμάτινες βρεφοδόχους
με δισκοπότηρα αρχαϊκά
ταιζουν τα σπάργανα των θνητών
κι ανοίκεια πια τα σπλάχνα τους λούζονται απ' τα πόδια των
   λιμανίσιων γλάρων
των ξεσπιτωμένων
που η αφέλειά τους πνίγηκε για άλλη μια φορά με τα ίδια της
   τα χέρια
όταν πίστεψαν πως οι λουόμενες είναι βορά των φιλιών τους

χαίρομαι όταν βλέπω πόσο εύκολα το θνητό γένος κοροϊδεύει
   το αθάνατο

Η λουόμενη κι ο γλάρος, από την προσωπική συλλογή 'Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επανάσταση'. 
Ξυπόλυτη φτάνοντας από άμμους φεγγαρίσιους
Αυγή, παιχνιδιάρη έρωτα, με ηχώ
Οικίζεις το εξόριστο σύμπαν κι αφήνεις
Μες στων ημερών τη σάρκα,
Αυλάκι παντοτινό, μια καλυμμένη πηγή.

Ηχώ, G. Ungaretti 
Τώρα ξέρω γιατί οι δύτες 
βουτάνε στα βαθιά.
Γιατί τσακίζουν τη μέση τους
κάνοντας επικίνδυνα μακροβούτια.
Δεν είναι οι θησαυροί 
που βρίσκονται ξεχασμένοι εκεί·
δεν είναι οι αρχαίες ελληνικές τριήρεις
με τις πολύτιμες υδρίες που τους περιμένουν.
Αυτές οι ατελείωτες απόπειρες
να φτάσουν στο βυθό 
έχουν μόνο ένα σκοπό·
ν' αγγίξουν, έστω, λίγο από τη λάσπη·
εκεί που τυφλά σέρνονται 
τα πιο τρελά όνειρά τους.

Τώρα ξέρω γιατί, Λ. Αξελός

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Ω Αισθήσεις!:

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι και από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας

Σώμα του καλοκαιριού, Οδυσσέα Ελύτη

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ποίημα του Τέλλου Άγρα σε μελοποίηση Ορφέα Περίδη (http://www.youtube.com/watch?v=c4_D_Ti71Y8). Ομορφιά! :

Διψάς, του στίχου το πουλί,
της ξενιτιάς τ' αγέρι
μα ο κόσμος έχει ξενιτιές
κι ο κόσμος δεν τις ξέρει..

Μην πεις: ''Δεν καταδέχομαι!''
μην πεις: ''Κι αχ, πώς να κάμω;''
Πιάσε το στίχο σου σκυφτός,
σαν το ψωμί από χάμω.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

η 'τραγικότητα' του να είσαι Έλληνας (παραφράζοντας τον Νίκο Δήμου). Για την υπερβολή, τη μυθοπλασία, την ξενιτιά:

Ο έλληνας προσπαθεί σε κάθε τομέα, να είναι εκτός πραγματικότητας. Και μετά είναι δυστυχής διότι είναι εκτός πραγματικότητας. (Και μετά ευτυχής... διότι είναι δυστυχής).

Όπως ο άνθρωπος κουβαλά το προπατορικό αμάρτημα- ο έλληνας κουβαλάει το σόι του.

Σύμπτωμα ουσιαστικό της νοελληνικής ψυχής: μυθοπλασία. Πλαθουμε μύθους για τον εαυτό μας. Και μετά είμαστε δυστυχισμένοι, γιατί φαινόμαστε κατώτεροι από τους μύθους (που εμείς πλάσαμε...) 

Ο νεο-έλληνας μοιάζει ευτυχισμένος όταν είναι δυστυχισμένος. Όταν όλα πάνε καλά, αίσθάνεται ανήσυχος και απροσάρμοστος. Αν δεν έχει αίτια δυστυχίας, θα ψάξει να βρει.

Η υπερβολή δεν είναι μόνο εθνικό ελάττωμα. Είναι τρόπος ζωής των ελλήνων. Είναι η συνισταμένη του εθνικού τους χαρακτήρα. Είναι η βασική αιτία της δυστυχίας τους, αλλά και η μεγάλη τους δόξα. Γιατί, στο αυτοσυναίσθημα, η υπερβολή λέγεται φιλότιμο. Στη συμπεριφορά, η υπερβολή λέγεται λεβεντιά.

Οι έλληνες πάντα θα γυρεύουν την πατρίδα τους σε άλλες πατρίδες- και τις άλλες πατρίδες στη δική τους. 

Αποσπάσματα από τη Δυστυχία του να είσαι έλληνας, του Νίκου Δήμου

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Σε μια κλωστή φεγγάρι κρέμεται το θαύμα.
Από τη Δήλο ξεκινώντας
γονατίζει στην ανηφόρα της Τήνου.
Θα αγγίξει άραγε 
τη μελαγχολία στο προαύλιο του Λυκείου 
και τα μαραμένα χέρια εκείνου του παιδιού 
που σε δύο καρέκλες είναι ξαπλωμένο μέσα στο ναό;

Ενδεχόμενο, Χ. Λιοντάκη