Τρίτη 21 Ιουλίου 2015


Τα λόγια που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο λόρδο Βyron, στα ελληνικά και χωρίς την παρουσία διερμηνέως, στη συνάντηση που όρισε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Χουλιαράς 


Καμιά πενηνταριά οργιές μακριά απ’ το σπίτι, εκεί, στο δρομάκι που βγάζει ίσια στη μεγάλη ντάπια, στο μέρος που ο δρόμος στενεύει κι αριστερά στο πλάι του κάνει μια καμπουρίτσα, εκεί είναι μια πέτρα. Πέτρα σκούρα σαν καπνός.
Εκεί ακριβώς, κάτω απ’ την πέτρα, έχει χώμα. Κίτρινο θαμπό στα πλάγια που όσο πάει και μαυρίζει προς τη μέση. Από κει αρχίζει μια λακουβίτσα με νερό. Στην άκρη το νερό και δεξιά καθώς κοιτάμε προς τα κάτω, έχει τέσσερα χορταράκια κατεβατά. Το πρώτο είναι μαυροκίτρινο, το δεύτερο, κρατημένο απ’ το πρώτο, είναι πράσινο χλωρό. Τ’ άλλα τα δυο, είναι κιτρινωπά, κι έχουν απάνω κάτι σποράκια καφετιά που κοκκινίζουν προς τις άκρες.
Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά ― μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία.
Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.

Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα.


Χουλιαράς Νίκος

(από το Το Μπακακόκ, Νεφέλη 1988)

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Μικρό μου, μήτε απ' τα πουλιά και μήτε-

ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην
πεις, και μη ρωτάς, που κλείδωσαν, απ' τα ψηλά
της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς,

μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,

το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό
μετέωρο βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή αγνάντεψε
τα χαμηλά της φώτα, την κάπνα πόλης που
σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι άλλο μην πεις, μην
τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,

απ' τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ' τα πουλιά
και μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,

μικρό μου-

Τζένη Μαστοράκη
[έρωτας: Τζένη Μαστοράκη]

Οι βουτηχτές

Τα “πάρεξ να σε ιδώ, καλέ μου”, τα κρυφομιλήματα, μέσ’ από δύσκολους καιρούς σωσμένα λόγια των εξορκισμών, τις σιγανές πατημασιές, τα ποιήματα, απόπειρες αγνοουμένων προ πολλού,

να τ’ ανασύρεις όλα απ’ τα βαθιά, από μεγάλα σκότη, ανέπαφα, απ’ τις σιωπές ερειπωμένων μητροπόλεων, την άλωση, τη θεομηνία, τη ρομφαία: όπως τροπαιοφόρος βουτηχτής βαραίνει στ’ άπατα, ή ευπατρίδες πελεκάν την ώρια κόρη, κι ο πιο καλύτερος τής παίρνει το κεφάλι.

Για να γυρνάς, και να ’ρχεσαι, και να μιλάς, λόγια σπουδαίων ειδυλλίων που ήταν μια φορά, ίχνη λαμπρών καρατομήσεων, τα “σε φιλώ”, αχ πόσο σε φιλώ, το δήγμα επίχρυσο, επιτέλους, απ’ το χρόνο.

Τζένη Μαστοράκη

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015


- Νικολάι, σ' αγαπούσα ολόκληρη.
- Μια μέρα αυτό θα ξαναγίνει, Άννα




[Photo (by Naomi Harris) from: REFRAME MEMORY at Benaki Museum -138 Pireos St.
More info at: http://bit.ly/1GH1hlV]


[φαρσί εγκόσμιος/ φαρσί δακρυσμένος]

Σκύβαλο ἀθανασίας

Μὲ γρασωμένα τ᾿ ἄρβυλα στὴ φρικτὴ πάντοτες ἀνηφορίζω
λιμοκτονώντας ἀπὸ φλόγες τώρα- πιὰ
φαρσὶ ἐγκόσμιος
φαρσὶ δακρυσμένος
ἐσαεὶ χορογράφος τοῦ λεκτικοῦ μου
κι ἀνερώτηγα ἴασμος.
Κακοξόδευτη φώτιση σὲ μὸβ κι ἄλλες βραδύτητες
χαμερποῦς ὁρίζοντα
θρήσκευμα τοῦ σκύλου τ᾿ ἀλύχτημα ἢ ἕνα σόλοικο
παραισθητικὸ Σύμπαν
ἄνασσα φαραωνικὴ μέσ᾿ ἀπὸ μαθηματικὲς εὐλάβειες.
Εἶμαι ὁ ἀκούσιος της ὑπάρξεως
ἡ κράση μου δὲν εἶναι ἄνθος εἶναι ὠμότητα
διάκειμαι χιλιόχρονος ἂν καὶ πέφτω
σὲ ματωμένα δευτερόλεπτα αἰωνίως
μ᾿ ἔχουν ἐπισημάνει οἱ ἄνεμοι.

Νίκος Καρούζος
Μάιος 1989

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Η ιστορία γράφεται κυρίως από τους πρωτόγονους και από τους νέους, αυτοί φροντίζουν για την πρόοδο και την επιτάχυνση με την έννοια της κάπως θεατρικής φράσης του Νίτσε «Αυτό που θέλει να πέσει πρέπει και να το σπρώξουμε». (Εκείνος, ο υπερευαίσθητος, δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει αυτή τη σπρωξιά σ' ένα γέρο ή άρρωστο άνθρωπο ή ζώο.) Χρειάζονται όμως πάντα, για να διατηρεί η ιστορία και νησίδες ειρήνης και να παραμένει ανεκτή, και οι αναστολές και ο συντηρητισμός ως αντίρροπες δυνάμεις -αυτό το καθήκον πέφτει στους καλλιεργημένους και στους ηλικιωμένους.

Απόσπασμα από το Ωριμάζοντας γινόμαστε όλο νεότεροι, του Hermann Esse

[Πηγή: www.doctv.gr]

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Τιμωρία

Σ’ αυτή τη χώρα τη μικρή
που μοίρα δεν τη μοίρανε
ήρθανε και μ’ αφήσανε
μια παγωμένη αυγή.

Τα χείλια μου στεγνώσανε
τα χέρια μου παγώσανε
κι ούτε αγκαλιά δεν βρέθηκε
ούτε πικρό φιλί.

Αν θυμηθείς ποια ήμουνα
γίνου και πάλι ταίρι μου
και βάλε το μαχαίρι μου
στην πιο κρυφή πληγή.

Με γάλα κι αίμα της καρδιάς
σαν μάνα σε μεγάλωσα
κι αν κάποτε σε μάλωσα
συγχώρα με κι εσύ.

Σ’ αυτή τη χώρα τη μικρή
χύθηκε το κρασί
στην κάμαρά μου αν κοιμηθείς
θα σ’ εύρει το πρωί.

Τα χέρια μου παγώσανε
τα γόνατα μου λιώσανε
όλος ο κόσμος χάθηκε
σαν χάθηκες κι εσύ.

Μάνος Χατζηδάκις

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Υιοθετήσαμε τις απεγνωσμένες
Χειρονομίες των πουλιών
Το ζεστό γλίστρημα των ψαριών

Κι όλ' αυτά για να μην πεθάνουμε
Τώρα που ο θάνατος
Έγινε μια υπόθεση τόσο εύκολη
Και λογική τόσο...


Αλέξης Τραϊανός (1944-1980)