από Το Πίσω Φως της Μέδουσας
της Μαρίας Σερβάκη, που σήμερα έφυγε από τη ζωή.
Τόσοι νεκροί -
δεν τόξερα -
Μενεξεδένιοι κύκλοι , πέταλα βαθιά
Λίγο πιο πέρα ακόμα
Η βλάστηση των ήχων όπου αρχίζει
Ξάγρυπνοι - κοίταξε ... τα λυσσασμένα δάπεδα
Χτυπώντας να φανερωθούν ...
Και δείχνουν , θέλουν ... Τι να θέλουν ;
Κράτη ελευθερίας σχεδιάζοντας ο ύπνος
Ίσαμε δω που προσπαθώ ακόμα να προσευχηθώ
Ξεφεύγεις , αγάπη !.. Λύνεσαι
Με τους πρώτους ξορκισμούς ...
Όμως στους ύπνους σου αυτοί γυρίζουν πάλι .
Σαν απ΄ αγιόκλημα οι δικές τους σιωπές .
Η ταραχή πριν ταξιδέψει πέρα το φεγγάρι .
Οι νεκροί έχουν μια παράξενη , σιντεφένια καρδιά
Ασυγκίνητη , λεν ... Σε μιαν αιωνιότητα , λεν
Ασυγκίνητη
οι νεκροί χαμογελούν .
Κι ω , ποιοι νεκροί ; Κι ο θάνατος - ποιος θάνατος ;
Ποια λόγια , ποια αρώματα π΄ ακόμα τους πονούν ;
Νύχτες χιλιετηρίδες η φωτιά .
Κι αυτό το δέντρο
Με τα μετάξινα μαλλιά
σημαδεμένο
’κου , λοιπόν !.. Καλούσε ! Σε
καλεί !
’λλος ως το γονάτισμα εσύ
Μες στον περιστρεφόμενον αγέρα
Ξέρεις , δεν ξέρεις ...
Τους ατσαλένιους μίσχους σφίγγεις της βροχής .
’ξαφνα εδώ έχεις σταθη χρόνια και χρόνια .
Κι ω , πάλλοντας στις μαγικές φωτοσκιάσεις
Που σε κρύβουν οι λυγμοί -
χάδια
απογνωσμένα χάδια ...
Ετούτα τ ΄ άπνοα φιλιά στο δέρμα σου να φρικιούν .
Είναι λοιπόν η ανάμνηση
Τόσο ένα όνειρο ακόμα εχθρικό
Ακόπαστο μες στην αβυσσαλέα ρέμβη που πλαταίνει ;
Είναι ηχώ ; Ένας ρυθμός μονάχα
Πούχει μείνει στα νερά
Κι όπως οι άνεμοι μαζεύτηκαν και σιωπούν
Μας κυριεύει ;
Ψυχή μου , δε γλυτώνεις πια ! Πού τριγυρίζεις ;
Το φως κεντώντας και το πρόσωπο ...
Ποιο πρόσωπο ; Σπασμένη τώρα
Πορθημένη από σύννεφο κι αφρό !..
Κι άλλο το χώμα που σκοντάφτει απάνω σου .
’λλα τα κυπαρίσσια που σου μπαίνουνε μπροστά .
Πίσω πια μην κοιτάζεις προς τις σκοτεινές κοιλάδες .
Πίσω δεν έχει τώρα - αγάπη έρωτα !
Χάνεσαι τώρα
Χάνομαι
Μαζί μου θα χαθής ως τη γαλήνη ...
’λλος μου δίδει τη φωνή .
Δεν την αντέχω .
’λλος τα όρια αναιρώντας
Που πατάει ανάμεσα .
Θυμάμαι .
Όταν αρχίζουν
Οι μικρές συνωμοσίες των κοριτσιών πίσω απ΄ τις γρίλλιες .
Στα δεκατρία , στα δεκατέσσερα η
και ακόμα πιο νωρίς .
Το πρώτο το κοκκίνισμα .
Αυλές με τα γεράνια φευγαλέες
Ως τον περίπατο στη δημοσιά .
Αργότερα ίσως πολύ
Αλλάζει καθώς περιμένουν η ματιά τους .
Εκεί μια σιωπή να σπάζει στα νεφρά
Μαζί τους δυναμώνει , λες κ΄ η αναμονή .
Κι αδημονία , αδημονία τυφλή
Στης σάρκας τη σκοτεινή διέξοδο που θέλει ...
Ώρες ψηλαφητές που στην κλειστή σου αίσθηση
Τεντώνεις την αμάχη
Ώσπου θαρρείς κ΄ οι δείχτες τρέχοντας
Της συννεφιάς και πάλι ανατρέπουν κάποια μοίρα .
Πράγματα της ημέρας απ΄ αλλού αγαπητά .
Σαν κάθε τι ολόγυρα θυμίζει .
Υπέροχο - είναι υπέροχο
Σαν αγαπάς να περιμένεις !..
Υπέροχο αναμετρώντας τις στιγμές ...
Βραδιάζοντας . Ξημερώνοντας .
Αυτό το γέλιο
Αυτό το γέλιο που κυλάει σφυρίζοντας
’λλος όπου κανένας δεν το ξέρει .
Τώρα η πιο κάτασπρη αμυγδαλιά .
Τώρα στα μυστικά σου πέλματα .
Σα σε κατέχει .
Σα σε ρίχνει μες στην άνοιξη .
Πόσο βαθιά σου γίνονται τα χρώματα ...
Τι προεχτάσεις άξαφνα μαντεύεις στο λουλούδι .
Έχεις αρχίσει κιόλας να υποψιάζεσαι ...
Μ΄ όλες τις νύχτες ανοιχτές εντός σου
Έχεις κιόλας βυθιστή .
Μέχρι του σπόρου υπόκωφη , κρυφή τη
Διπλωμένη αντίσταση απ΄ τα χρώματα
Που νιώθεις να γυρίζει
Και σχίζονται στα νεύρα σου οι χυμοί .
Το σώμα σου όνειρο να πλέει μες στην οδύνη .
Κι από τη γέννα πριν
Μια
αρχαιότητα μεταμορφώσεις .
Κ΄ ίσαμε κει τα κύτταρα σου ξυπνητά
Που αποχωρίζονται και ξέρουν .
Νέα , νέα η συγκίνηση και πάλι τόσο !
Τόσες φορές που είμαστε ερωτευμένοι ...
Τόσοι νεκροί -
δεν τόξερα -
Μενεξεδένιοι κύκλοι , πέταλα βαθιά
Λίγο πιο πέρα ακόμα
Η βλάστηση των ήχων όπου αρχίζει
Ξάγρυπνοι - κοίταξε ... τα λυσσασμένα δάπεδα
Χτυπώντας να φανερωθούν ...
Και δείχνουν , θέλουν ... Τι να θέλουν ;
Κράτη ελευθερίας σχεδιάζοντας ο ύπνος
Ίσαμε δω που προσπαθώ ακόμα να προσευχηθώ
Ξεφεύγεις , αγάπη !.. Λύνεσαι
Με τους πρώτους ξορκισμούς ...
Όμως στους ύπνους σου αυτοί γυρίζουν πάλι .
Σαν απ΄ αγιόκλημα οι δικές τους σιωπές .
Η ταραχή πριν ταξιδέψει πέρα το φεγγάρι .
Οι νεκροί έχουν μια παράξενη , σιντεφένια καρδιά
Ασυγκίνητη , λεν ... Σε μιαν αιωνιότητα , λεν
Ασυγκίνητη
οι νεκροί χαμογελούν .
Κι ω , ποιοι νεκροί ; Κι ο θάνατος - ποιος θάνατος ;
Ποια λόγια , ποια αρώματα π΄ ακόμα τους πονούν ;
Νύχτες χιλιετηρίδες η φωτιά .
Κι αυτό το δέντρο
Με τα μετάξινα μαλλιά
σημαδεμένο
’κου , λοιπόν !.. Καλούσε ! Σε
καλεί !
’λλος ως το γονάτισμα εσύ
Μες στον περιστρεφόμενον αγέρα
Ξέρεις , δεν ξέρεις ...
Τους ατσαλένιους μίσχους σφίγγεις της βροχής .
’ξαφνα εδώ έχεις σταθη χρόνια και χρόνια .
Κι ω , πάλλοντας στις μαγικές φωτοσκιάσεις
Που σε κρύβουν οι λυγμοί -
χάδια
απογνωσμένα χάδια ...
Ετούτα τ ΄ άπνοα φιλιά στο δέρμα σου να φρικιούν .
Είναι λοιπόν η ανάμνηση
Τόσο ένα όνειρο ακόμα εχθρικό
Ακόπαστο μες στην αβυσσαλέα ρέμβη που πλαταίνει ;
Είναι ηχώ ; Ένας ρυθμός μονάχα
Πούχει μείνει στα νερά
Κι όπως οι άνεμοι μαζεύτηκαν και σιωπούν
Μας κυριεύει ;
Ψυχή μου , δε γλυτώνεις πια ! Πού τριγυρίζεις ;
Το φως κεντώντας και το πρόσωπο ...
Ποιο πρόσωπο ; Σπασμένη τώρα
Πορθημένη από σύννεφο κι αφρό !..
Κι άλλο το χώμα που σκοντάφτει απάνω σου .
’λλα τα κυπαρίσσια που σου μπαίνουνε μπροστά .
Πίσω πια μην κοιτάζεις προς τις σκοτεινές κοιλάδες .
Πίσω δεν έχει τώρα - αγάπη έρωτα !
Χάνεσαι τώρα
Χάνομαι
Μαζί μου θα χαθής ως τη γαλήνη ...
’λλος μου δίδει τη φωνή .
Δεν την αντέχω .
’λλος τα όρια αναιρώντας
Που πατάει ανάμεσα .
Θυμάμαι .
Όταν αρχίζουν
Οι μικρές συνωμοσίες των κοριτσιών πίσω απ΄ τις γρίλλιες .
Στα δεκατρία , στα δεκατέσσερα η
και ακόμα πιο νωρίς .
Το πρώτο το κοκκίνισμα .
Αυλές με τα γεράνια φευγαλέες
Ως τον περίπατο στη δημοσιά .
Αργότερα ίσως πολύ
Αλλάζει καθώς περιμένουν η ματιά τους .
Εκεί μια σιωπή να σπάζει στα νεφρά
Μαζί τους δυναμώνει , λες κ΄ η αναμονή .
Κι αδημονία , αδημονία τυφλή
Στης σάρκας τη σκοτεινή διέξοδο που θέλει ...
Ώρες ψηλαφητές που στην κλειστή σου αίσθηση
Τεντώνεις την αμάχη
Ώσπου θαρρείς κ΄ οι δείχτες τρέχοντας
Της συννεφιάς και πάλι ανατρέπουν κάποια μοίρα .
Πράγματα της ημέρας απ΄ αλλού αγαπητά .
Σαν κάθε τι ολόγυρα θυμίζει .
Υπέροχο - είναι υπέροχο
Σαν αγαπάς να περιμένεις !..
Υπέροχο αναμετρώντας τις στιγμές ...
Βραδιάζοντας . Ξημερώνοντας .
Αυτό το γέλιο
Αυτό το γέλιο που κυλάει σφυρίζοντας
’λλος όπου κανένας δεν το ξέρει .
Τώρα η πιο κάτασπρη αμυγδαλιά .
Τώρα στα μυστικά σου πέλματα .
Σα σε κατέχει .
Σα σε ρίχνει μες στην άνοιξη .
Πόσο βαθιά σου γίνονται τα χρώματα ...
Τι προεχτάσεις άξαφνα μαντεύεις στο λουλούδι .
Έχεις αρχίσει κιόλας να υποψιάζεσαι ...
Μ΄ όλες τις νύχτες ανοιχτές εντός σου
Έχεις κιόλας βυθιστή .
Μέχρι του σπόρου υπόκωφη , κρυφή τη
Διπλωμένη αντίσταση απ΄ τα χρώματα
Που νιώθεις να γυρίζει
Και σχίζονται στα νεύρα σου οι χυμοί .
Το σώμα σου όνειρο να πλέει μες στην οδύνη .
Κι από τη γέννα πριν
Μια
αρχαιότητα μεταμορφώσεις .
Κ΄ ίσαμε κει τα κύτταρα σου ξυπνητά
Που αποχωρίζονται και ξέρουν .
Νέα , νέα η συγκίνηση και πάλι τόσο !
Τόσες φορές που είμαστε ερωτευμένοι ...
Μαρία Σερβάκη (1930-2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου