Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015
Γερανοί στις προκυμαίες ξεφορτώνουν εμπορεύματα κι εγώ σ’ αγαπώ.
Ασυντρόφευτοι άνθρωποι περπατούν στις λεωφόρους κι εγώ σ’ αγαπώ.
Ηλεκτρικές σιωπές σπιθοβολούν μέσα στις μηχανές κι εγώ σ’ αγαπώ.
Καταστροφή ενάντια στο χάος, καταστροφή ενάντια στο χάος κι εγώ σ’ αγαπώ.
Καθρεφτίσματα κορμιών παραμορφώνονται στις βιτρίνες κι εγώ σ’ αγαπώ.
Γερνάνε χρόνια μες στη λησμονιά των αποθηκών κι εγώ σ’ αγαπώ.
Όλη η πόλη πορεύεται προς τη νύχτα κι εγώ σ’ αγαπώ.
Ζουζέ Λουίς Πεϊσότου,
Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης
(δημοσίευση στο Φρέαρ)
Ασυντρόφευτοι άνθρωποι περπατούν στις λεωφόρους κι εγώ σ’ αγαπώ.
Ηλεκτρικές σιωπές σπιθοβολούν μέσα στις μηχανές κι εγώ σ’ αγαπώ.
Καταστροφή ενάντια στο χάος, καταστροφή ενάντια στο χάος κι εγώ σ’ αγαπώ.
Καθρεφτίσματα κορμιών παραμορφώνονται στις βιτρίνες κι εγώ σ’ αγαπώ.
Γερνάνε χρόνια μες στη λησμονιά των αποθηκών κι εγώ σ’ αγαπώ.
Όλη η πόλη πορεύεται προς τη νύχτα κι εγώ σ’ αγαπώ.
Ζουζέ Λουίς Πεϊσότου,
Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης
(δημοσίευση στο Φρέαρ)
Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015
[λέξεις αίματος έρωτα κεράσια]
Είπε που χτύπησε σε τοίχον ή που έπεσε.
Μα πιθανόν η αιτία να ’ταν άλλη
του πληγωμένου και δεμένου ώμου.
Με μια κομμάτι βίαιη κίνησιν,
απ’ ένα ράφι για να κατεβάσει κάτι
φωτογραφίες που ήθελε να δει από κοντά,
λύθηκεν ο επίδεσμος κ’ έτρεξε λίγο αίμα.
Ξανάδεσα τον ώμο, και στο δέσιμο
αργούσα κάπως· γιατί δεν πονούσε,
και μ’ άρεζε να βλέπω το αίμα. Πράγμα
του έρωτός μου το αίμα εκείνο ήταν.
Σαν έφυγε ηύρα στην καρέγλα εμπρός,
ένα κουρέλι ματωμένο, απ’ τα πανιά,
κουρέλι που έμοιαζε για τα σκουπίδια κατ’ ευθείαν·
και που στα χείλη μου το πήρα εγώ,
και που το φύλαξα ώρα πολλή —
το αίμα του έρωτος στα χείλη μου επάνω.
K.Π. Καβάφης
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015
Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015
Στην παρουσίασή μας τις προάλλες στα πλαίσια του συλλογικού τόμου 'Ποιητές στη σκιά' των εκδ. Γαβριηλίδης, μιλήσαμε για τον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη, την σπουδαία γραφή και το χαμηλότονο ήθος του. Στην εκδήλωση παρευρέθηκε και ο Γιάννης Πατίλης, 'εκλεκτός ποιητής, λόγιος και εκδότης', ο οποίος μίλησε για τον ποιητή, μέσα απ' την προσωπική του συναναστροφή με εκείνον και το σπίτι τους που στέγασε την ποίηση.
Παρακάτω, λίγα λόγια για τον Χ. Λάσκαρη, γραμμένα απ' τον Α. Χιόνη:
''Το φίλο μου Χρίστο και την, εξίσου φίλη μου, σύζυγό του Τασία τους συνάντησα, για πρώτη φορά, το καλοκαίρι τού 1991, όταν, καλεσμένος για το Συμπόσιο Ποίησης, βρέθηκα στην Πάτρα, μαζί με την σύντροφό μου Χρύσα Κοντοθεοδώρου.
Στην έξοδο του κτηρίου, όπου έγιναν οι εισηγήσεις και οι αναγνώσεις, με πλησίασε ένας κύριος μετρίου αναστήματος, φρεσκοξυρισμένος, φρεσκοσιδερωμένος (η προσωποποίηση, μ' άλλα λόγια, της άκρας ευπρέπειας) που μου έδωσε το χέρι, λέγοντάς μου: «Είμαι ο Χρίστος Λάσκαρης». Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη χειραψία' κόντεψε να μου λιώσει τα δάχτυλα. Το ίδιο θερμή, αλλά λιγότερο επικίνδυνη, ήταν και η χειραψία τής Τασίας, οι πρώτες κουβέντες τής οποίας ήταν: «Το βράδυ θα έρθετε, οπωσδήποτε, να φάμε μαζί στο σπίτι μας, στο Ρίο»... Αυτό το «οπωσδήποτε», που δεν έπαιρνε αντίρρηση, με τσάκισε. Είχαμε κατέβει στην Πάτρα με φίλους, με το ζεύγος Δημήτρη και Ελένης Χαρίτου (ο Δημήτρης, μάλιστα, με είχε μόλις παρουσιάσει) και το ζεύγος Νίκου και Ιωάννας Μοσχοβάκου, και ήταν αδύνατον να τους εγκαταλείψουμε. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα' θα έρθετε όλοι», μας αποστόμωσε η «φοβερή» Τασία και συμπλήρωσε: «Πάω τώρα να μαγειρέψω, θα είναι όλα έτοιμα στο πι και φι». Και ήταν, όντως, όλα έτοιμα στο πι και φι.
Έτσι άρχισε η φιλία μας, γύρω από ένα φιλόξενο τραπέζι φορτωμένο μ' όλα τα καλά του Θεού. Και, όταν στηλώθηκε το κορμί (το γαϊδουράκι της ψυχής, όπως τ' ονόμαζε ο Καζαντζάκης), ήρθε η ώρα του θαύματος' ο Χρίστος άρχισε ν' απαγγέλει, από στήθους, και να σχολιάζει αναρίθμητα ελληνικά και ξένα (σε μετάφραση αυτά) ποιήματα, αναφωνώντας, κάθε φορά που κάποιο τον ενθουσίαζε: «Είδες πώς τα λέει ο μπαγάσας;!». Και ο «μπαγάσας» ήταν άλλοτε ο Σεφέρης, άλλοτε ο Έλλιοτ, άλλοτε ο Καβάφης ή ο Πάουντ ή ο Καρυωτάκης ή... ή... ή...
[....] Ακριβώς ένα χρόνο μετά από εκείνο το αλησμόνητο βράδυ, παραιτήθηκα από τη θέση μου στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εγκαταστάθηκα στο σπίτι που είχα, στο μεταξύ, οικοδομήσει στο Θροφαρί Κορινθίας, επί εδάφους Έλσας Λιαροπούλου, συζύγου, τότε, του εκλεκτού ποιητή, λογίου και εκδότη Γιάννη Πατίλη. Σημειωτέον ότι και η κυρία Λιαροπούλου, που ήταν ήδη, εκείνη την εποχή, εκλεκτή φιλόλογος, εξελίχθηκε, στη συνέχεια, σε εκλεκτή πεζογράφο.
Τι θέλω να πω μ' αυτό; Απλούστατα, ότι αυτό το έρμο κτήμα, αντί να περνά, φυσιολογικά, από αγρότη σε αγρότη, πέρασε από διανοούμενους σε «διανοούμενο», με αποτέλεσμα να έχει καταντήσει, τώρα, ένα είδος επίγειου παραδείσου, δηλαδή ζούγκλα.''
Παρακάτω, λίγα λόγια για τον Χ. Λάσκαρη, γραμμένα απ' τον Α. Χιόνη:
''Το φίλο μου Χρίστο και την, εξίσου φίλη μου, σύζυγό του Τασία τους συνάντησα, για πρώτη φορά, το καλοκαίρι τού 1991, όταν, καλεσμένος για το Συμπόσιο Ποίησης, βρέθηκα στην Πάτρα, μαζί με την σύντροφό μου Χρύσα Κοντοθεοδώρου.
Στην έξοδο του κτηρίου, όπου έγιναν οι εισηγήσεις και οι αναγνώσεις, με πλησίασε ένας κύριος μετρίου αναστήματος, φρεσκοξυρισμένος, φρεσκοσιδερωμένος (η προσωποποίηση, μ' άλλα λόγια, της άκρας ευπρέπειας) που μου έδωσε το χέρι, λέγοντάς μου: «Είμαι ο Χρίστος Λάσκαρης». Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη χειραψία' κόντεψε να μου λιώσει τα δάχτυλα. Το ίδιο θερμή, αλλά λιγότερο επικίνδυνη, ήταν και η χειραψία τής Τασίας, οι πρώτες κουβέντες τής οποίας ήταν: «Το βράδυ θα έρθετε, οπωσδήποτε, να φάμε μαζί στο σπίτι μας, στο Ρίο»... Αυτό το «οπωσδήποτε», που δεν έπαιρνε αντίρρηση, με τσάκισε. Είχαμε κατέβει στην Πάτρα με φίλους, με το ζεύγος Δημήτρη και Ελένης Χαρίτου (ο Δημήτρης, μάλιστα, με είχε μόλις παρουσιάσει) και το ζεύγος Νίκου και Ιωάννας Μοσχοβάκου, και ήταν αδύνατον να τους εγκαταλείψουμε. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα' θα έρθετε όλοι», μας αποστόμωσε η «φοβερή» Τασία και συμπλήρωσε: «Πάω τώρα να μαγειρέψω, θα είναι όλα έτοιμα στο πι και φι». Και ήταν, όντως, όλα έτοιμα στο πι και φι.
Έτσι άρχισε η φιλία μας, γύρω από ένα φιλόξενο τραπέζι φορτωμένο μ' όλα τα καλά του Θεού. Και, όταν στηλώθηκε το κορμί (το γαϊδουράκι της ψυχής, όπως τ' ονόμαζε ο Καζαντζάκης), ήρθε η ώρα του θαύματος' ο Χρίστος άρχισε ν' απαγγέλει, από στήθους, και να σχολιάζει αναρίθμητα ελληνικά και ξένα (σε μετάφραση αυτά) ποιήματα, αναφωνώντας, κάθε φορά που κάποιο τον ενθουσίαζε: «Είδες πώς τα λέει ο μπαγάσας;!». Και ο «μπαγάσας» ήταν άλλοτε ο Σεφέρης, άλλοτε ο Έλλιοτ, άλλοτε ο Καβάφης ή ο Πάουντ ή ο Καρυωτάκης ή... ή... ή...
[....] Ακριβώς ένα χρόνο μετά από εκείνο το αλησμόνητο βράδυ, παραιτήθηκα από τη θέση μου στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εγκαταστάθηκα στο σπίτι που είχα, στο μεταξύ, οικοδομήσει στο Θροφαρί Κορινθίας, επί εδάφους Έλσας Λιαροπούλου, συζύγου, τότε, του εκλεκτού ποιητή, λογίου και εκδότη Γιάννη Πατίλη. Σημειωτέον ότι και η κυρία Λιαροπούλου, που ήταν ήδη, εκείνη την εποχή, εκλεκτή φιλόλογος, εξελίχθηκε, στη συνέχεια, σε εκλεκτή πεζογράφο.
Τι θέλω να πω μ' αυτό; Απλούστατα, ότι αυτό το έρμο κτήμα, αντί να περνά, φυσιολογικά, από αγρότη σε αγρότη, πέρασε από διανοούμενους σε «διανοούμενο», με αποτέλεσμα να έχει καταντήσει, τώρα, ένα είδος επίγειου παραδείσου, δηλαδή ζούγκλα.''
Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)