ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Το χείλι μου
σαλιώνοντας το φάκελο
ματώνει λίγο'
πίκρα του παραλήπτη -
ενός αγνώστου
σ' άλλη γη
που δε θα λάβει.
Το γράμμα σαν μισό πουλί
βαφτίζω στο κιβώτιο'
το ράμφος ήδη πέταξε
σαν χαρταετός
κι η ουρά ικετεύει το ύψος της
με μορς
στα παιδικά μου δάχτυλα.
Απ' τους αγέρες
όταν με το καλό γυρίσει ο φάκελος
που πάνω του έχω γράψει τ' όνομά μου
να πάλι του πατέρα η μακρινή φωνή:
"Σουρούπωσε Γιαννάκη
μάζευε λίγο λίγο τον αετό σου
να πηγαίνουμε".
Το χείλι μου
σαλιώνοντας το φάκελο
ματώνει λίγο'
πίκρα του παραλήπτη -
ενός αγνώστου
σ' άλλη γη
που δε θα λάβει.
Το γράμμα σαν μισό πουλί
βαφτίζω στο κιβώτιο'
το ράμφος ήδη πέταξε
σαν χαρταετός
κι η ουρά ικετεύει το ύψος της
με μορς
στα παιδικά μου δάχτυλα.
Απ' τους αγέρες
όταν με το καλό γυρίσει ο φάκελος
που πάνω του έχω γράψει τ' όνομά μου
να πάλι του πατέρα η μακρινή φωνή:
"Σουρούπωσε Γιαννάκη
μάζευε λίγο λίγο τον αετό σου
να πηγαίνουμε".
Γιάννης Βαρβέρης από τη συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει", 1986
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου