ένα ποίημα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη,
βαθιάς καταβύθισης ποίημα
διότι σε κάθε ναυμαχία αυτό που μένει είναι η κίνηση
των νερών ενώ εγώ ήθελα να διαρκέσω στον πόθο
κρατημένη απ' την πρώρα κι ας μ' έκοβες με τα χέρια
κι ας μ' έκοβες με τα δόντια κι ας μ' έκοβες
Εκεί στα κλάματα βρήκε
μια περιοχή με παλιοσίδερα.
Τότε ο θάνατος έλαβε σώμα και της μίλησε:
Μονάχα το λίγο λιγοστεύει.
Από τόσο μικρή αγάπη
βγαίνει ένας κυνηγός
όποιο πουλί σκοτώνει
δεν τ' αγγίζει.
Με ποιά λέξη λοιπόν τον καλείς; Κι από ποιές γλώσσες
κι από ποιά φτιάχνεις το σώμα οστά; Και ποιά σε
φτιάχνουν αλλιώς; Με ποιό όμικρον κάνεις στρογγυλό
τον πόθο, με ποιό ζώο κουλουριάζεσαι γύρω στο
ζώο; Να περνάει ο επιτάφιος στις στοές του λαιμού
με σπασίματα πιάτων να χάνονται οι λέξεις
ώσπου το έαρ να πηδήσει μέσα στον πεθαμένο.
Σε λέξεις που τις βάρυνε το περιττό φυσάει μέσα τους
σαράκι. Πιο μέσα ένας κριτής. Σου
μιλάει από στήθους δεν έχεις ζυγαριά να τον ζυγί-
σεις. Στις άλλες λέξεις, αυτές που στέκονται
στα κόκαλά τους, βρίσκεις θαμμένη μια θρησκεία.
Περνούν τα εξαπτέρυγα κι απ' το
φρενάρισμα του νου πετιέται μαύρο ράσο.
Φόβος: όλα παίζονται σε μιαν αντιστροφή
να είσαι ο άλλος ή αυτός να είσαι εσύ;
Νόσος: νοσούν οι νεοσσοί θα πει
έχουν μαμά ελαττωματική
(Χάνεται διαρκώς ο πνιγμένος κι οι άλλοι που
φέρνουν το σπόρο μιας γνώσης, δηλαδή, τι
φτουράει ένα λάμδα μπροστά σε φιλί.)
Ο όφις έλεγε: από λέξη σε λέξη η φύση αλληθωρίζει.
Τι απαλό το σάλπισμα και πως χαιδεύει το
αυτί, πως διασχίζει τραύματα ξεριζώνοντας άφωτο
από τον αφαλό της - τη μάνα της την προγιαγιά της
τη γυναίκα του Διονυσιου Σολωμού.
Γυρίζει τριγυρίζει η τρελή μες στον τρελό
παράδεισο, γυρίζει τριγυρίζει μες στο σ' αγαπώ
πολλά ονόματα του έλεγε απ' τις αισθήσεις
κατεβαίνοντας σαν ασανσέρ
Μητέρα σεις είστε ο όφις σ' αυτή την άνοιξη
και ότι ρέει από μένα ότι φτάνει
στο σκοπό μου, επιστρέφει στο δικό σας τόπο
στη φωνή μου τρίζει ο κρεμασμένος, στην
κοιλιά σου το σχοινί αγαλλιάζει φριχτά.
Κι από το άλλο, εκείνο που το λένε ματαιότητα
παίρνω το νέο μου μάτι, δηλαδή, το παλιό
που φόραγα τότε στα παιδικά μου:
Το λιβάδι βόσκει μες στ' αρνί
καθόλου δεν με νοιάζει
για το μωρό που βελάζει
ή
για το λύκο που έφαγε τ' αρνί
που έφαγε το μωρό
που έφαγε τη μάνα του
πριν γεννηθεί.
Το μάτι είναι ο θυρωρός μπαίνει στην κόψη από
την όψη. "Ύστερα βγαίνει με βαριά καλάθια
φρούτα και σφάγια που στο τέλος σαπίζουν όταν
μένουν για πολύ στον ίδιο καιρό.
Ο πατέρας μου έλεγε: Εκείνο που μοιάζει
με ότι φοβάσαι το φοβάσαι γιατί σου μοιάζει
αλλά εσύ κοιτάζεις αλλού κι αχρηστεύεις την όραση.
Αυτό που δεν βλέπεις υπάρχει; Αυτό που δεν είσαι
σε βλέπει; Η μητέρα σου ήθελε να είναι πατέρας
κι έβαζε το κεφάλι της στο μαξιλάρι μου.
Με ποιά λέξη λοιπόν τον καλείς; Με ποιό βέλασμα
γίνεσαι κάμπος; Με ποιά βρύση του στάζεις
κοριτσάκια στα μάτια, τι σάβανα πετάς
και πέφτει σαν μήλο ή σαν πρόβατο;
(Ο εραστής: Άσε με να σε καταστρέφω για να
σε κατέχω στην καταστροφή κι απ' τα κομμάτια σου
να στέλνω τα σκυλιά μου. Κρύβεις για να κρύβεσαι
στα κρυμμένα ψυχή που δίχως το χαμό της μυρίζει
σαν πράγμα, ώσπου το πένθος να την κάνει
μέσα στον άλλον άλλο.)
Μπαίνω και μπαίνεις. Ν' ανάψουν οστά.
Να βρω στο σάλιο μου πετρώματα ορυκτά του
τρόμου που τα φοράει ο νεκροθάφτης
κατάσαρκα για ζεστασιά - εννοώ
από τις φτέρες σου ως την εξωθύρα της
ομιλίας κάτι πλαγιάζεις μέσα στη φωνή.
Όταν το ποίημα έλκει την ετερότητα
γίνεται φίδι. Τυλίγεται σιγά σιγά
στο σώμα. Το σώμα τρώει και πίνει
από το φίδι του.