Από το 1ο μου βιβλίο, ένα ποίημα για τη θάλασσα και τη μητέρα
Αβάπτιστα νερά
είναι, λες, η θάλασσα κυματιστός ουρανός
κι ακούραστη ανάσα στο στόμα της εφηβείας
Ξαγρυπνά κάθε βράδυ στο στέκι, δεν αλλάζει ρούχα.
Ψηλή και σιωπηλή
με βλέμμα μοχθηρό καταπίνει ζωντανά ναυάγια
ήτανε κάποτε μάνα, βλέπεις, μα τιμωρήθηκε από θεούς
μαστιγώθηκε από ανθρώπους,
και γίναν τα παιδιά της ρίζες
φυτρώνουν στα βράχια της
ανθίζουν στα κοράλλια της
δέρνονται απ’ τα μαλλιά της
μουχλιασμένα ρέουν στα χείλη της
αφρίζουν μέσα απ’ τα δόντια της
πελαγώνουν στα φρύδια της
τσαλακώνονται με τα ψάρια της
ζωντανεύουν από τα γεννοφάσκια και στην ποδιά της κου-
κουλώνονται
κλαψουρίζουν σαν να ζητούν ένα όνομα
να μάθουν ξόρκια θέλουν, να γίνουν παρόντες,
να αφορίσουν την ύλη δαρμένα από σάρκες
κι όμως δεν μπορούν να της μιλήσουν ποτέ
αφού είναι πέτρες.
Αβάπτιστα νερά
είναι, λες, η θάλασσα κυματιστός ουρανός
κι ακούραστη ανάσα στο στόμα της εφηβείας
Ξαγρυπνά κάθε βράδυ στο στέκι, δεν αλλάζει ρούχα.
Ψηλή και σιωπηλή
με βλέμμα μοχθηρό καταπίνει ζωντανά ναυάγια
ήτανε κάποτε μάνα, βλέπεις, μα τιμωρήθηκε από θεούς
μαστιγώθηκε από ανθρώπους,
και γίναν τα παιδιά της ρίζες
φυτρώνουν στα βράχια της
ανθίζουν στα κοράλλια της
δέρνονται απ’ τα μαλλιά της
μουχλιασμένα ρέουν στα χείλη της
αφρίζουν μέσα απ’ τα δόντια της
πελαγώνουν στα φρύδια της
τσαλακώνονται με τα ψάρια της
ζωντανεύουν από τα γεννοφάσκια και στην ποδιά της κου-
κουλώνονται
κλαψουρίζουν σαν να ζητούν ένα όνομα
να μάθουν ξόρκια θέλουν, να γίνουν παρόντες,
να αφορίσουν την ύλη δαρμένα από σάρκες
κι όμως δεν μπορούν να της μιλήσουν ποτέ
αφού είναι πέτρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου