Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Αχ, γιε μου, ξέρεις, ξέρεις
πούθ' έρχεσαι;

Από μια λίμνη με γλάρους
λευκούς και λιμασμένους.

Δίπλα στο χειμωνιάτικο νερό
εκείνη κι εγώ ανάψαμε
μια κόκκινη φωτιά
φθείροντας τα χείλη μας
φιλώντας την ψυχή,
ρίχνοντας όλα στη φωτιά,
καίγοντας τη ζωή.

Έτσι ήρθες στον κόσμο.

Μα εκείνη για να με δει
και να σε δει μια μέρα
πέρασε πέλαγα
κι εγώ για ν' αγκαλιάσω
τη μικρή της μέση
σ' όλη τη γη πορεύτηκα
σε πολέμους και σ' όρη,
σ' αμμούδες και σ' αγκάθια.

Έτσι 'ρθες στον κόσμο.

Έρχεσαι από τόσα μέρη,
απ' το νερό κι απ' τη στεριά.
απ' τη φωτιά κι απ' το χιόνι,
από τόσο μακριά ταξίδεψες
προς τους δυο μας,
απ' τον τρομερόν έρωτα
που μας αλυσοδένει,
και θέλουμε να μάθουμε
ποιος είσαι, τί μας λες,
γιατί γνωρίζεις πιότερ' από μας
γι' αυτό τον κόσμο που σου δώσαμε.

Σα μια μεγάλη θύελλα
τινάξαμε
το δέντρο της ζωής
μέχρι τις πιο απόκρυφες
τις ίνες των ριζών
και να' σαι τώρα
τραγουδώντας στα φυλλώματα,
στο πιο ψηλό κλωνάρι
που το φτάνουμε μαζί.

Ο γιος, Π. Νερούδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου