Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

[κάθε τέτοια μέρα, γιορτή της μητέρας μου, μαζευόμασταν στο σπίτι της κυρίας Δανάης, ή της Έλλης, και σκοτώναμε τα inventions! τώρα κάθε φορά που τα ακούω, μου έρχονται στο  μυαλό εκείνες οι μέρες και εκείνο το τεράστιο σπίτι με τα μικρά επιπλάκια και τα μικρά ανθρωπάκια. 
Καλά χριστούγεννα!]

https://www.youtube.com/watch?v=ZII_OWJcUfY

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Φιλοδοξίες 

Θέλω να γράψω για το φασισμό στην άσφαλτο 
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια 
σαγηνευτικά και ρουμελιώτικα κοκορετσάδικα! 

Θέλω να γράψω για τον έρωτα του αυτοκινήτου 
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια 
μεθυσμένα κάρα, μεθυσμένα κι αργοκίνητα.
 
Θέλω να γράψω για τους προοδευτικούς διανοούμενους 
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια 
χρόνια πριν απ’ το ’20 όταν ο Βάρναλης 
ήταν ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας...

Θωμάς Γκόρπας

[η νοσταλγία απαντά στα μεγάλα ερωτήματα/ αναβάλλοντας την απάντηση]

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Θωμάς Γκόρπας, 
δεν είμαστε το πουλί που πάει, αλλά εκεί που το πουλί πάει
δεν είμαστε το παιδί που κλαίει, αλλά αυτά για τα οποία κλαίει και θα μάθει αργότερα
δεν είμαστε η γυναίκα η όμορφη, αλλά αυτό που η γυναίκα η όμορφη παθαίνει και δεν το λέει και κλαίει μόνη

https://www.youtube.com/watch?v=i-D-ZkOS7b8

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014


When once the twilight locks no longer



When once the twilight locks no longer 
Locked in the long worm of my finger 
Nor damned the sea that sped about my fist, 
The mouth of time sucked, like a sponge, 
The milky acid on each hinge, 
And swallowed dry the waters of the breast. 

When galactic sea was sucked 
And all the dry seabed unlocked, 
I sent my creature scouting on the globe, 
That globe itself of hair and bone 
That, sewn to me by nerve and brain, 
Had stringed my flask of matter to his rib. 

My fuses timed to charge his heart, 
He blew like powder to the light 
And held a little sabbath with the sun, 
But when the stars, assuming shape, 
Drew in his eyes the straws of sleep, 
He drowned his father’s magics in a dream. 

All issue armoured, of the grave, 
The redhaired cancer still alive, 
The cataracted eyes that filmed their cloth; 
Some dead undid their bushy jaws, 
And bags of blood let out their flies; 
He had by heart the Christ-cross-row of death. 

Sleep navigates the tides of time; 
The dry Sargasso of the tomb 
Gives up its dead to such a working sea; 
And sleep rolls mute above the beds 
Where fishes’ food is fed the shades 
Who periscope through flowers to the sky.

When once the twilight screws were turned, 
And mother milk was stiff as sand, 
I sent my own ambassador to light; 
By trick or chance he fell asleep 
And conjured up a carcass shape 
To rob me of my fluids in his heart. 

Awake, my sleeper, to the sun, 
A worker in the morning town, 
And leave the poppied pickthank where he lies; T
he fences of the light are down, 
All but the brisket riders thrown, 
And worlds hang on the trees.


Dylan Thomas 

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014




απ’ τα μαλλιά να τράβαγα το χρόνο
εκείνο το μεσημέρι που με λύγιζε
ακόμα δεν θα το άλλαζα