...
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι...
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμα το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μού είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...
Κούδεσι, Μάρτης 1941
Στο άλογό μου, Νίκος Καββαδίας
Σάββατο 22 Ιουνίου 2013
Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013
Κυριακή 16 Ιουνίου 2013
Είναι γραμμένο για τον πατέρα. Και δη τον Κερκυραίο.
Παιδί: Θέλω τη μάνα
Πατέρας: Επέταξε και στ' άστρα πάει να ζήσει.
Παιδί: Πώς τόσο μάκρος άρρωστη δυνήθηκε να σχίσει;
Πατέρας: Έχουν φτερούγες οι ψυχές.
Παιδί: Γιατί δεν ταις απλώνει;
Τότε η δική μας, μην αυτή τρέξει τ' αστέρια μόνη;
Πατέρας: Δεν είναι μόνη γύρω της φτεροκοπούν αγγέλοι.
Παιδί: Αν άγγελό της μ' έλεγε κοντά της θα με θέλει.
Πατέρας: Ω! Δίχως κάλεσμα Θεού, ψηλά κανείς δεν πάει.
Κοιμήσου τώρα, ησύχασε.
Παιδί: Και ποιός μου τραγουδάει;
Πατέρας: Εγώ πουλάκι μου.
Παιδί: Εσύ κλαις.
Πατέρας: Όχι σ'εμέ απιθώσου.
"Ζάχαρη να' ναι ο ύπνος σου και μέλι τ' όνειρό σου."
Παιδί: Νυστάζω. Από το πλάγι μου καθόλου μην σπαράξεις.
Δος μου το χέρι - σκιάζομαι μήπως και συ πετάξεις.
Αθώοι φόβοι, Γεράσιμος Μαρκοράς
Παιδί: Θέλω τη μάνα
Πατέρας: Επέταξε και στ' άστρα πάει να ζήσει.
Παιδί: Πώς τόσο μάκρος άρρωστη δυνήθηκε να σχίσει;
Πατέρας: Έχουν φτερούγες οι ψυχές.
Παιδί: Γιατί δεν ταις απλώνει;
Τότε η δική μας, μην αυτή τρέξει τ' αστέρια μόνη;
Πατέρας: Δεν είναι μόνη γύρω της φτεροκοπούν αγγέλοι.
Παιδί: Αν άγγελό της μ' έλεγε κοντά της θα με θέλει.
Πατέρας: Ω! Δίχως κάλεσμα Θεού, ψηλά κανείς δεν πάει.
Κοιμήσου τώρα, ησύχασε.
Παιδί: Και ποιός μου τραγουδάει;
Πατέρας: Εγώ πουλάκι μου.
Παιδί: Εσύ κλαις.
Πατέρας: Όχι σ'εμέ απιθώσου.
"Ζάχαρη να' ναι ο ύπνος σου και μέλι τ' όνειρό σου."
Παιδί: Νυστάζω. Από το πλάγι μου καθόλου μην σπαράξεις.
Δος μου το χέρι - σκιάζομαι μήπως και συ πετάξεις.
Αθώοι φόβοι, Γεράσιμος Μαρκοράς
Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013
για της ομορφιάς το πάντα αρνητικό
(κατά κάποιο τρόπο νομίζω μας ποτίζει το μισοκαλόκαιρο λίγην ανάταση):
Για να με αγγίξεις
πρέπει να ξεγελάσεις τον δεσμώτη μου.
Για να σε αγγίξω
δούλοι προαιώνιοι
να δουλέψουν υπερωρίες.
Μονάχα κοίτα με λοιπόν.
Και θαύμασέ με.
Έχει άλλη γλύκα
το χάδι που δε δόθηκε.
Αφροδίτη, Αφροδίτη Λυμπέρη
(κατά κάποιο τρόπο νομίζω μας ποτίζει το μισοκαλόκαιρο λίγην ανάταση):
Για να με αγγίξεις
πρέπει να ξεγελάσεις τον δεσμώτη μου.
Για να σε αγγίξω
δούλοι προαιώνιοι
να δουλέψουν υπερωρίες.
Μονάχα κοίτα με λοιπόν.
Και θαύμασέ με.
Έχει άλλη γλύκα
το χάδι που δε δόθηκε.
Αφροδίτη, Αφροδίτη Λυμπέρη
Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χθεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
-Ήχοι, καημοί πεθαμένα φιλιά.
(Ασήμαντες απαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα πού τελειώνει η μοναξια;)
Κάθε πρωί, Μανώλης Αναγνωστάκης
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χθεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
-Ήχοι, καημοί πεθαμένα φιλιά.
(Ασήμαντες απαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα πού τελειώνει η μοναξια;)
Κάθε πρωί, Μανώλης Αναγνωστάκης
Τρίτη 11 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
Ο έρωτας απάνω στο κρανίο
της Οικουμένης είναι θρονιασμένος.
Και απάνω από το θρόνο αυτόν, γελώντας
ξετσίπωτα ο αφορεσμένος,
με κέφι σαπουνόφουσκες φυσάει,
που όλο και παν' ψηλά μες στον αγέρα,
σάμπως για ν' ανταμώσουνε τους κόσμους
που βρίσκονται στα τρίσβαθα του αιθέρα.
Κι η κάθε ανάλαφρη που λάμπει φούσκα,
παίρνει ένα πέταγμα ορμητικό,
σκάνει και φτύνει την κούφια ψυχή της,
που χάνεται σαν όνειρο χρυσό.
Κι ακούω σε κάθε φούσκα το κρανίο
ν' αναστενάζει κι έλεος να ζητεί:
"Τ' άγριο αυτό παιχνίδι, το γελοίο,
πότε θα πάρει τέλος πια; Γιατί,
εκείνο που τ' ανήλεό σου στόμα
σκορπίζει στον αγέρα μ' απονιά,
το αίμα μου είναι, τέρας, και το σώμα
και το μυαλό μου κι η καρδιά, φονιά!"
Ο έρωτας και το κρανίο, Charles Baudelaire (Μτφρ. Γ. Σημηριώτης)
από τα Άνθη του Κακού
της Οικουμένης είναι θρονιασμένος.
Και απάνω από το θρόνο αυτόν, γελώντας
ξετσίπωτα ο αφορεσμένος,
με κέφι σαπουνόφουσκες φυσάει,
που όλο και παν' ψηλά μες στον αγέρα,
σάμπως για ν' ανταμώσουνε τους κόσμους
που βρίσκονται στα τρίσβαθα του αιθέρα.
Κι η κάθε ανάλαφρη που λάμπει φούσκα,
παίρνει ένα πέταγμα ορμητικό,
σκάνει και φτύνει την κούφια ψυχή της,
που χάνεται σαν όνειρο χρυσό.
Κι ακούω σε κάθε φούσκα το κρανίο
ν' αναστενάζει κι έλεος να ζητεί:
"Τ' άγριο αυτό παιχνίδι, το γελοίο,
πότε θα πάρει τέλος πια; Γιατί,
εκείνο που τ' ανήλεό σου στόμα
σκορπίζει στον αγέρα μ' απονιά,
το αίμα μου είναι, τέρας, και το σώμα
και το μυαλό μου κι η καρδιά, φονιά!"
Ο έρωτας και το κρανίο, Charles Baudelaire (Μτφρ. Γ. Σημηριώτης)
από τα Άνθη του Κακού
Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013
Τρίτη 4 Ιουνίου 2013
η φιλοσοφία του Χέγκελ και του Φρόυντ αναδυόμενη στην Κρήτη. Από την Ασκητική του Ν. Καζαντζάκη:
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η επιστροφή. Ταυτόχρονα με το ξεκίνημα και ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής μας είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δύο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν απ' τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει, σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές, μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει, φυτά, ζώα, ανθρώπους στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν είναι να συλλάβουμε τ' όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές και με τ' όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η επιστροφή. Ταυτόχρονα με το ξεκίνημα και ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής μας είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δύο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν απ' τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει, σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές, μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει, φυτά, ζώα, ανθρώπους στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν είναι να συλλάβουμε τ' όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές και με τ' όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.
Κυριακή 2 Ιουνίου 2013
Σχεδιάσματα φθισικά και μη
Δεν θέλω να κατηγορώ απαραίτητα την ασφυκτική ποίηση και τον φθισικό λόγο γιατί ξέρω ότι αυτός κουρδίζεται απ' τους ασθματικούς παλμογράφους της εποχής. Μιλάμε με στιχάκια-συνθήματα γιατί ίσως είναι πιο επιτακτικό να κερδίσουμε τις εντυπώσεις και την προσοχή, γιατί το μακρόσυρτο του ρέοντα λόγου καμιά φορά διαβρώνει την ουσία, φλυαρεί λόγω της δυσκολίας του να πει αυτό που πραγματικά είναι. Έτσι χανόμαστε στης φιλολογίας το φολκλόρ και στ' αρώματα της γλωσσικής μας ζέσης, μα αυτό που αναζητούμε είναι μια φλούδα ουσίας, ένα 'επειδή φοβάμαι' μες στις εκλογικεύσεις. Υπάρχει όμως και ο λόγος της ροής, με ρήματα ν' ακροβατούν απ' την μία πρόταση στην άλλη και με στίξη που ρυθμίζεται στην κίνηση της ευστροφίας και γίνεται λόγος μεστός, εκείνος που σε θρέφει. Στην αλληλογραφία Βαλαωρίτη-Σαμαρά, έρχομαι αντιμέτωπη με αυτήν τη διαλεκτική ακριβώς: αρχίζω να διαβάζω τον ποιητή, είναι μια αλληλουχία στη σκέψη του που με πείθει να τον ακολουθήσω στο μονοπάτι προς εξερεύνηση. Ο κ. Βαλαωρίτης θέλει να δείξει τη δυσαρέσκειά του και το θέμα είναι ότι το κάνει το κάνει παρουσιάζοντας μπροστά μας σε φάσμα ουράνιου τόξου τον λόγο πυκνωμένο επιθυμία. Ο λόγος του ρέει ξεφυσώντας στο κορμί της εξουσίας μια πνοή απ' το λαρύγγι της κοινωνίας. Έχει επιχειρήματα, έχει και ανθρωπιά. Ο κ. Σαμαράς με την απάντησή του καταθέτει τη στάση τη δική του και της παράταξής του. Ασθματικός ο αριθμημένος του λόγος με περιστρέφει και αγχώνομαι. Τέταρτον, πέμπτον, ποιο ήταν το δεύτερο θυμάσαι; Τα επιχειρήματα των πολιτικών συχνά γεννούν τις εντυπώσεις, και, φορώντας τη φενάκη του ανθρωποειδούς, ξεχνούν ποιος μιλάει, κι από πού έρχεται αυτή η φωνή. Αυτό που επίσης καμιά φορά ξεχνούν, είναι ότι η ανθρώπινη επαφή δεν χτίζεται στις εντυπώσεις, οι εντυπώσεις κουράζουν. Κι αυτό γιατί παρέχουν επιχειρήματα, ασφυκτικά, αποκομμένα απ' τον λόγο, τέτοια που δεν μοιράζονται συνέχειες, γιατί αγχωτικά προσπαθούν να βουλώσουν τον εχθρό, να πτοηθεί ο πάντα Άλλος, σαν ξιφομαχία στου θανάτου το τερέν, που η ζωή θα επιλέγει πάντα έναν. Αλλά καλό είναι να προσέχουμε να μην σκοτωθούμε μέσα στη γενιά μας. Να ποτίσουμε τον πολιτικό μας λόγο με τη συγκίνηση και τις ιδέες των εγκολπωμένων της. Να μετρηθεί ο λόγος στη συνέχεια του. Την ειλικρίνεια της σκέψης να καθαρίσουμε απ' τ' απλοϊκά τσιτάτα του μηχανικού μας μυαλού. Που ξέρει να καταστρώνει σχέδια λαβυρίνθου με το αυτόματο χέρι του, μόνο και μόνο για να είναι καταδικασμένο να μην βρίσκει την έξοδο. Να λεκτικοποιήσουμε λοιπόν το φόβο, δίνοντας αποχρώσεις στη μιλιά μας, για ν' αναμετρόμαστε μόνο με την πηγή που μας ζωντανεύει. Για να' χουν τα παιδιά μας ομηλίκους να συζούν, να συνδιαλλάσσονται, όπως συνέβη και με μας. Οι εκλογικεύσεις, εξάλλου, μαραίνονται μαζί με τις συνειδήσεις· δεν είναι παρά μπούλετς στο χάρτη.
Δεν θέλω να κατηγορώ απαραίτητα την ασφυκτική ποίηση και τον φθισικό λόγο γιατί ξέρω ότι αυτός κουρδίζεται απ' τους ασθματικούς παλμογράφους της εποχής. Μιλάμε με στιχάκια-συνθήματα γιατί ίσως είναι πιο επιτακτικό να κερδίσουμε τις εντυπώσεις και την προσοχή, γιατί το μακρόσυρτο του ρέοντα λόγου καμιά φορά διαβρώνει την ουσία, φλυαρεί λόγω της δυσκολίας του να πει αυτό που πραγματικά είναι. Έτσι χανόμαστε στης φιλολογίας το φολκλόρ και στ' αρώματα της γλωσσικής μας ζέσης, μα αυτό που αναζητούμε είναι μια φλούδα ουσίας, ένα 'επειδή φοβάμαι' μες στις εκλογικεύσεις. Υπάρχει όμως και ο λόγος της ροής, με ρήματα ν' ακροβατούν απ' την μία πρόταση στην άλλη και με στίξη που ρυθμίζεται στην κίνηση της ευστροφίας και γίνεται λόγος μεστός, εκείνος που σε θρέφει. Στην αλληλογραφία Βαλαωρίτη-Σαμαρά, έρχομαι αντιμέτωπη με αυτήν τη διαλεκτική ακριβώς: αρχίζω να διαβάζω τον ποιητή, είναι μια αλληλουχία στη σκέψη του που με πείθει να τον ακολουθήσω στο μονοπάτι προς εξερεύνηση. Ο κ. Βαλαωρίτης θέλει να δείξει τη δυσαρέσκειά του και το θέμα είναι ότι το κάνει το κάνει παρουσιάζοντας μπροστά μας σε φάσμα ουράνιου τόξου τον λόγο πυκνωμένο επιθυμία. Ο λόγος του ρέει ξεφυσώντας στο κορμί της εξουσίας μια πνοή απ' το λαρύγγι της κοινωνίας. Έχει επιχειρήματα, έχει και ανθρωπιά. Ο κ. Σαμαράς με την απάντησή του καταθέτει τη στάση τη δική του και της παράταξής του. Ασθματικός ο αριθμημένος του λόγος με περιστρέφει και αγχώνομαι. Τέταρτον, πέμπτον, ποιο ήταν το δεύτερο θυμάσαι; Τα επιχειρήματα των πολιτικών συχνά γεννούν τις εντυπώσεις, και, φορώντας τη φενάκη του ανθρωποειδούς, ξεχνούν ποιος μιλάει, κι από πού έρχεται αυτή η φωνή. Αυτό που επίσης καμιά φορά ξεχνούν, είναι ότι η ανθρώπινη επαφή δεν χτίζεται στις εντυπώσεις, οι εντυπώσεις κουράζουν. Κι αυτό γιατί παρέχουν επιχειρήματα, ασφυκτικά, αποκομμένα απ' τον λόγο, τέτοια που δεν μοιράζονται συνέχειες, γιατί αγχωτικά προσπαθούν να βουλώσουν τον εχθρό, να πτοηθεί ο πάντα Άλλος, σαν ξιφομαχία στου θανάτου το τερέν, που η ζωή θα επιλέγει πάντα έναν. Αλλά καλό είναι να προσέχουμε να μην σκοτωθούμε μέσα στη γενιά μας. Να ποτίσουμε τον πολιτικό μας λόγο με τη συγκίνηση και τις ιδέες των εγκολπωμένων της. Να μετρηθεί ο λόγος στη συνέχεια του. Την ειλικρίνεια της σκέψης να καθαρίσουμε απ' τ' απλοϊκά τσιτάτα του μηχανικού μας μυαλού. Που ξέρει να καταστρώνει σχέδια λαβυρίνθου με το αυτόματο χέρι του, μόνο και μόνο για να είναι καταδικασμένο να μην βρίσκει την έξοδο. Να λεκτικοποιήσουμε λοιπόν το φόβο, δίνοντας αποχρώσεις στη μιλιά μας, για ν' αναμετρόμαστε μόνο με την πηγή που μας ζωντανεύει. Για να' χουν τα παιδιά μας ομηλίκους να συζούν, να συνδιαλλάσσονται, όπως συνέβη και με μας. Οι εκλογικεύσεις, εξάλλου, μαραίνονται μαζί με τις συνειδήσεις· δεν είναι παρά μπούλετς στο χάρτη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)