Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

[Μέσα σε μια περίεργη πρωινή διάθεση, το παρακάτω ποίημα μου θύμισε θρύλο, οιωνό θρησκευτικής προέλευσης, ακόμα και δηλητηριώδες μανιτάρι με απίστευτα χρώματα κι υδρορροές στο δάσος]

Εισαγωγή

Κάτω απ' το φλεγόμενο μανιφέστο της ελευθερίας
ξεκίνησαν και άρχισαν να μεταναστεύουν όλα τα χρώματα
κουβαλώντας σ' ένα πορσελάνινο πιάτο
την καρδιά του ανθρώπου.
Όλες οι μεγάλες φωτοσκιάσεις και οι παλμοί
γνωρίζοντας πως είχε υπάρξει ζωή
όμως το έρεβος είναι η μεγαλύτερη αισθητική θεωρία
το μηδέν απ' όπου ανάβλυσε όλη η ουσία
κι η ποικιλία της ύπαρξης.
Το τίποτα της ψυχής σαν ένα ταμπούρλο
της στιγμής που κυλά χωρίς να τ' ακούει κανένας.
Η άκρη του καιρού μια εναλλασσόμενη βλάστηση
που προσπαθεί να καρποφορήσει το ιδανικό
στις ρωγμές της πραγματικότητας.
Σ' ένα διάστημα όπου κάθε ιδέα μπορεί να ντυθεί
τη δική της ισχύ ανοίγοντας τα αρώματα
ενός εραστή ήλιου που μεταμορφώνει το κόκκαλο
σε χαλαζία και τιρκουάζ.
Αυτός είναι ο καιρός μας.
Και τώρα η ώρα των διακυμάνσεων σ' έναν πλανήτη 
σε μια αιώνιοτητα πυροβολημένη
που κυλάει στις φλέβες μας ο αιμάτινος χείμαρρος
της αβύσσου.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί πια να διαβάσει τα ίχνη
στην απεραντοσύνη των πρώτων γραμμάτων
το μήνυμα που φτάνει σφραγισμένο
τη χρεία του ανθρώπου και της αργής
κατολίσθησης της ράτσας και της μεγάλης ζέστης
που σχημάτισε τη λάσπη του πνεύματος.
Ντυμένος τον κίνδυνο και την ανάγκη
κυκλωμένος από μεγαθήρια δίχως μια κάποια
μέθοδο επικοινωνίας.
Αλλά το Ευαγγέλιο πέρασε
το σφυροδρέπανο πέρασε
όλα πέρασαν κι η φυλή των νεκρών που τραγούδησε
το κρύο αίμα, μακριά από κει που ακούστηκαν
κάποτε τραγούδια σαν κεραυνοί.
Τώρα πια σωπαίνει η γη διπλώνοντας
δυο σιδερένιες φτερούγες
κι απ' τα βρόχια του θανάτου
κι απ' την στέγνια της εποχής ανεβαίνουν
οι ήχοι όλων των φυτών σαν τερατώδη μουγκρητά
αόρατων τρομερών κυκλώπων
κι οι μεγάλοι παγκόσμιοι αλαλαγμοί
αυτού του μυστικού υπόγειου θιάσου.

Λευτέρης Πούλιος, απ' τον Γυμνό Ομιλητή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου